Σάββατο 16 Μαΐου 2015

το γλυκό

είχαμε πάει με τη μάνα μου στο νοσοκομείο για την καρδιά της. κατακαλόκαιρο. μάλλον σταθήκαμε τυχεροί μέσα στην ατυχία μας. στην πτέρυγα που μας φιλοξενούσε δεν είχε υπερβολικό κόσμο. μας έβαλαν σ' ένα θάλαμο με πέντε κρεβάτια. μόνο το ένα ήταν πιασμένο. όταν μας μετέφεραν εκεί ο άλλος ασθενής έλειπε. πήραμε το καλύτερο κρεβάτι. δίπλα στο παράθυρο. όχι ότι πολυσκοτίστηκε η μάνα μου. εμένα όμως μου άρεσε γιατί μπορούσαμε να δούμε έξω. το μέσα ήταν σκέτη απελπισία ούτως ή άλλως. τόσα χρόνια μπες-βγες έχω αποκτήσει οικειότητα. κι εκτιμώ αυτές τις μικρές "πολυτέλειες". στο παράθυρο κατέβαινε ένα συφοριασμένο στόρι. περιέργως υπάκουε στις εντολές που του έδινες κι ανεβοκατέβαινε εύκολα. η μάνα μου είχε πέσει για ύπνο. είχα αράξει σε μια καρέκλα αφού την είχα απολυμάνει με οινόπνευμα. έπαιζα με το κινητό. δεν είχα καλό σήμα.
μπήκε μέσα αθόρυβα και με χαιρέτησε χαμηλόφωνα. την έλεγαν Χρυσούλα. ήταν δεν ήταν σαράντα. φορούσε μια ρόμπα λεπτή πάνω από το νυχτικό της. αχνά χαρακτηριστικά. μου φάνηκε πολύ ήπιος άνθρωπος και σκέφτηκα πως ήμασταν πολύ τυχεροί. συνέχισα να παίζω παιχνίδια στο κινητό. είχε ξαπλώσει στο κρεβάτι της, δυο θέσεις πιο πέρα από μας. η μάνα μου ροχάλιζε. ντράπηκα λίγο. την έπιασα να με κοιτάζει, ήμουν πολύ κουρασμένος για κουβέντες. βγήκα στο διάδρομο. ο ήλιος έμπαινε από το παράθυρο στην άκρη του και με τύφλωσε για λίγο. επικρατούσε μια περίεργη ησυχία. πού και πού μια νοσοκόμα εμφανιζόταν κρατώντας ένα δίσκο με φάρμακα και μπαινόβγαινε στους θαλάμους. από το βάθος του διαδρόμου ακουγόταν ο ήχος μιας τηλεόρασης. ακούμπησα για λίγο στον τοίχο και ξαναμπήκα μέσα. η μάνα μου ροχάλιζε ακόμα.
κατάλαβα πως με κοίταζε. της χαμογέλασα αμήχανα. "ελπίζω να μην είναι σοβαρά η γιαγιά", μου είπε. "η μητέρα μου είναι", της απάντησα. "έχει αρρυθμίες και θα μας κρατήσουν λίγες μέρες μέσα", συμπλήρωσα. "περαστικά σας", μου ξαναείπε. "ευχαριστώ πολύ" της απάντησα. για κάποιον λόγο που δεν ξέρω, δεν θέλησα να την ρωτήσω γιατί βρισκόταν εκεί. σκέφτηκα πως μιας και θα μείνουμε κανά δυο μέρες, θα βρω την ευκαιρία κάποια άλλη στιγμή. τότε ακριβώς μπήκε η νοσοκόμα μέσα και ξύπνησε τη μητέρα μου για να πάρει τα φάρμακά της. την άγγιξε απαλά στο χέρι και την φώναξε με το επίθετό της. η μητέρα μου άνοιξε τα μάτια της βαριεστημένα και περιέργως της χαμογέλασε. δεν ήμουν διόλου σίγουρος ότι την άκουσε. κατάπιε βιαστικά τα χάπια. της έδωσα νερό κι εκείνη έκλεισε και πάλι τα μάτια της. ο ήλιος έδυε κι ένα ελαφρό αεράκι έμπαινε από το παράθυρο. πήγα και πάλι προς την πόρτα και κοίταξα έξω. ήρθε και στάθηκε δίπλα μου.
"είστε πολύ δεμένος με τη μητέρα σας...μπράβο!", μου είπε. "ναι, της απάντησα, μία την έχουμε. θα έρθει σε λίγο και η αδελφή μου. πετάχτηκε σπίτι να φέρει κάποια πράγματα. ήρθαμε πολύ ξαφνικά και δεν προλάβαμε". δεν ήθελα να της πω ότι φυλούσαμε σε βάρδιες τη μητέρα μου. η αδελφή μου όντως θα ερχόταν αργότερα και θα έμενε εκεί όλο το βράδυ. εγώ θα γυρνούσα σπίτι. στα ζώα και στην ησυχία μου. θα ερχόμουν ξανά την άλλη μέρα το πρωί. την είδα να φεύγει και να πηγαίνει στο γραφείο της προϊσταμένης. από τον τρόπο της κατάλαβα ότι είχε μεγάλη εξοικείωση με τον χώρο. σκέφτηκα να πάω μια βόλτα προς την άκρη του διαδρόμου. εκεί που είχα δει πριν λίγο τον ήλιο να περνά. τις πλησίασα. σταμάτησαν να μιλούν. η γειτόνισσα μου χαμογέλασε κι εγώ κούνησα το κεφάλι. στο τέρμα του διαδρόμου το μεγάλο ανοιχτό παράθυρο και δίπλα του μια πόρτα κλειστή. από το παράθυρο  είχε ωραία θέα προς το πάρκιν. στάθηκα για λίγο. η πόρτα άνοιξε και βγήκε μια νοσοκόμα. με χτύπησε μια μπόχα από τσιγάρο. η αδελφή με προσπέρασε. βρήκα τη θέα προς το πάρκιν πολύ ενδιαφέρουσα.
η αδελφή μου ήρθε κρατώντας ένα μικρό σάκο με τα πράγματα της μάνας μου. αλλαξιές και κανά δυο νυχτικά καλοκαιρινά. εγώ έφυγα κι επέστρεψα την επόμενη μέρα το πρωί. την βρήκα να μιλά με τη γειτόνισσα σε πολύ εγκάρδιο τόνο. όταν κάποια στιγμή εκείνη έλειπε, μου είπε πως ήταν από την Ηγουμενίτσα και πως έκανε θεραπεία για καρκίνο. ήταν μόνη στον κόσμο. δεν είχε καθόλου συγγενείς. έμεινα σιωπηλός. κοίταξα το κρεβάτι της. άψογα τακτοποιημένο. ένα μπουκαλάκι νερό κι ένα ταλαιπωρημένο περιοδικό με κουτσομπολιά βρίσκονταν πάνω στο τραπεζάκι της. ένιωσα μια ξαφνική δροσιά στο δωμάτιο. βγήκα έξω και περπάτησα προς το παράθυρο του διαδρόμου. ήταν κλειστό. το άνοιξα και στάθηκα να κοιτάζω τ' αυτοκίνητα να παρκάρουν και να ξεπαρκάρουν. 
την άλλη μέρα το πρωί άργησα να πάω  στο νοσοκομείο. η μητέρα πήγαινε πολύ καλύτερα και μάλλον θα παίρναμε εξιτήριο. όταν έφτασα κόντευε μεσημέρι. οι γιατροί μόλις είχαν περάσει. το κρεβάτι της γειτόνισσας άδειο. ρώτησα την αδελφή μου αν είχε φύγει νωρίτερα. η αδελφή μου με πήρε από το χέρι και με τράβηξε έξω. η μάνα μου έτρωγε ζελέ.
"η Χρυσούλα πέθανε τα ξημερώματα", μου είπε. γούρλωσα τα μάτια. "μα καλά, πώς;" ψέλλισα έκπληκτος. "πού θέλεις να ξέρω; πρέπει να ήταν πολύ σοβαρά....ευτυχώς την πήρε χαμπάρι η πρωινή νοσοκόμα και την μετέφεραν από το δωμάτιο αμέσως. εγώ λαγοκοιμόμουν και δεν κατάλαβα κάτι....είδα μόνο που την πήραν....μετά έμαθα ότι είχε πεθάνει". ένιωσα το ταβάνι ξαφνικά να χάνει το ύψος του, κοίταξα προς το παράθυρο. ήταν ανοιχτό, αλλά έλειπε ο ήλιος. "έγινε κάτι πολύ περίεργο χτες βράδυ". "τι;" τη ρώτησα με αγωνία. "μιλούσαμε για φαγητά και λέγαμε διάφορα σχετικά και γύρισε ξαφνικά και μου είπε πως θέλει κάτι να μου δώσει". "να σου δώσει; δηλαδή;" "πήγε στο κρεβάτι της κι άρχισε να γράφει κάτι σε ένα φύλλο χαρτί. την περίμενα. ήρθε μετά από λίγο και μου το έδωσε" "και τι ήταν;" "μια συνταγή! το πιστεύεις; μια συνταγή!" τα βλέφαρά μου βάρυναν. η αδελφή μου συνέχισε. "μου είπε ότι ήταν ένα γλυκό, ένα γλυκό που έφτιαχνε μόνο αυτή. της είχανε ζητήσει πολλοί την συνταγή, αλλά εκείνη δεν την έδινε σε κανένα. χτες βράδυ, την έδωσε σε μένα". 
είχαν βγει οι νοσοκόμες και μοίραζαν τα φάρμακα. γύρισα και κοίταξα από την πόρτα την μάνα μου να συζητά με μια από αυτές που μπήκε στο θάλαμο. χαμογελούσε. ήταν σίγουρα πολύ καλύτερα.
"μέσα στο συρτάρι έχω το χαρτί" άκουσα να λέει η αδελφή μου. "να μην το ξεχάσουμε φεύγοντας. είμαι περίεργη να δω τι γλυκό είναι αυτό".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου