Τετάρτη 22 Ιουνίου 2016

εσύ γιατί κοιτάζεις το φεγγάρι;



έφυγε από το σπίτι κι έκανε αυτό που ήθελε. τον παντρεύτηκε. στο γάμο της δεν πήγε κανείς από την οικογένειά της. κορίτσι αυτή, μοναχοκόρη και είχαν άλλα σχέδια οι γονείς της. ο μπαμπάς ήταν οδηγός στα λεωφορεία και η μαμά της εργαζόταν στον ΟΤΕ. στο σπίτι δεν της έλειψε τίποτα ποτέ. στο σχολείο αρίστευσε. στα γαλλικά η προφορά της γινόταν παράδειγμα για όλους τους συμμαθητές της. "μικρή Γαλλίδα" τη φωνάζαν όλοι. ίσως να έφταιγαν και τα κόκκινα μαλλιά της. προικιό απ’ τη γιαγιά της, που δε γνώρισε. στο πιάνο τα κατάφερνε καλά, θα είχε τελειώσει με άριστα αν δεν έμπαινε στη ζωή της ο έρωτας. στα πολύ μικρά της.

«κατέστρεψες τα όνειρά μας!», της φώναξε η μητέρα της, όταν την είδε να μαζεύει τα πράγματά της. ακόμα το θυμάται. λίγες ώρες πριν της είχε εκμυστηρευτεί τον παράφορο έρωτά της για το νεαρό γιο του δασκάλου της στο πιάνο και την απόφασή της να τον ακολουθήσει. την άφησε με μάτια κατακόκκινα από το κλάμα σε μια καρέκλα στην κουζίνα.  ο πατέρας της ήταν στη δουλειά. βρόντηξε την πόρτα πίσω της κι έτρεξε να χαθεί μες στο μεσημέρι. ήξερε πως δεν θα της το συγχωρούσαν. 

ήξερε όμως ακόμα πως δεν μπορούσε να ζήσει ούτε λεπτό μακριά από τα πράσινα μάτια του με τις μεγάλες βλεφαρίδες και την ψηλόλιγνη κορμοστασιά του. την λίγωνε το άγγιγμά του και ήθελε να τον κάνει δικό της. ήταν ο τρόπος που την κοίταζε. αυτό το βλέμμα το ντροπαλό που έκρυβε την λαχτάρα του και που, κάπου εκεί στο βάθος, την έκανε να νιώθει τη δύναμη του αρσενικού κι ας ήταν μόνο δεκαοχτώ. ήθελε μαζί να δρασκελίσουν την ωριμότητα, ήθελε μαζί να βουτηχτούν στα βαθιά νερά του έρωτα και να βγουν από την άλλη όχθη γυμνοί κι αγκαλιασμένοι. μαζί!

τα πρώτα χρόνια πέρασαν γρήγορα και τους βρήκαν σε υπόγεια να στεγάζουν την αγάπη τους. οι γονείς της την αναζητούσαν παντού κι εκείνη άφαντη. άλλαζε γειτονιές και συνοικίες για να μην την βρουν. εκείνος κατάφερνε να την συντηρεί όπως όπως παίζοντας το βιολί του. μαγευόταν κάθε φορά που τον άκουγε. δεν χόρταινε να τον κοιτάζει να παίζει. τα βόλευαν κι αυτό της έφτανε. ήταν άξιος και πολύ έξυπνος άντρας ο άντρας της. ο δικός της άντρας. κατάφερνε να γοητεύει με το ανυπέρβλητο ταλέντο του στη μουσική κι εκείνη ένιωθε περήφανη. τι κι αν πεινούσε κάποιες φορές. είχε πίστη. πίστη σε κείνον που δεν την πρόδωσε ποτέ.

θα ΄χε κλείσει τα δεκαεπτά όταν παντρεύτηκαν. ξεγέλασαν τον παπά σ’ ένα χωριό που τους καλέσαν για ένα γάμο, τον έπεισαν ότι είναι ορφανή και στεφανώθηκαν ένα μεσημέρι Σαββάτου. κανένας δεν ήταν παρόν εκτός απ’ τους κουμπάρους και την παπαδιά. κουμπάροι ήταν δυο άγνωστοι φερμένοι από το πανηγύρι του χωριού. τους κέρασαν τις μελωδίες του βιολιού κι ανταπέδωσαν μ’ ένα μπουκάλι κόκκινο μεθυστικό κρασί. σαν την αγάπη τους.

το πρώτο τους παιδί ήρθε ένα χρόνο αργότερα. πάνω που είχαν κουραστεί από τα πήγαινε έλα στην επαρχία και το ατέλειωτο κυνηγητό των δικών της, έγινε το θαύμα. κι όπως όλα τα θαύματα, σαν πήρε στην αγκαλιά της το μονάκριβό της, σφάλισε μέσα στα δικά του μάτια την αγάπη της κι έδωσε υπόσχεση  να μην του λείψει τίποτα. τον πήρε αγκαλιά κι ένα απόγευμα Κυριακής τον πήγε σπίτι της. στο πατρικό. τα μάγια λύθηκαν. στη θέα του μικρού οι γονείς της τα ξεχάσαν όλα. ούτε που ρώτησαν πού έγινε ο γάμος ούτε πώς πέρασαν τα πέντε χρόνια μακριά τους. παραδόθηκαν στα μικρά λευκά χεράκια και στο ροδαλό πρόσωπο με τις αδιόρατες φακίδες. 

δυο χρόνια μετά ήρθε κι η κόρη. τους βρήκε σε σπίτι ιδιόκτητο, δώρο των γονιών της. τα χρόνια της οργής είχαν περάσει κι εκείνη είχε γίνει μια μάνα τρυφερή, όπως ταιριάζει σε όλες τις μανούλες. εκείνος συνέχιζε να την σαγηνεύει με τη μουσική του και η αγάπη τους, πιο στερεή από ποτέ, δεν σταματούσε μπρος στις όποιες δυσκολίες. και ήρθαν πολλές. πάρα πολλές. όμως τα ξεχνούσε όλα και χανόταν στις μικρές αγκαλιές των παιδιών της την ημέρα και στη μεγάλη και στιβαρή του άντρα της τα βράδια. ήταν ευτυχισμένη.

τα παιδιά μεγάλωναν και μεγάλωναν. στο σχολείο της είπαν πως ο γιος δεν πολυπαίρνει τα γράμματα. δυσκολεύτηκε να το πιστέψει. τον έτρεξε παντού. εξάντλησε κάθε δυνατότητα. της το ’πανε ορθά κοφτά. οριακή νοημοσύνη. δυσκολεύτηκε να καταλάβει τι σημαίνει. εντάξει δεν ήταν και κάτι πολύ κακό. απλά δεν θα γινόταν ποτέ ο πρώτος μαθητής. θα μπορούσε όμως να μάθει μια τέχνη. ναι, θα μπορούσε. δεν είναι κακό αυτό. καθόλου κακό.

η κόρη αντίθετα μεγάλωνε και γινόταν καλλονή. την πέρασε κι αυτή από τους ίδιους γιατρούς για να είναι σίγουρη. σιγουρεύτηκε. κανένα πρόβλημα. την κοίταζε να μεγαλώνει κι έτρεμε το φυλλοκάρδι της. σκέτη ζωγραφιά. ναι, έτσι ήταν το κορίτσι της. κι έπιανε πουλιά στον αέρα. πανέξυπνη κι ετοιμόλογη. άριστη στα μαθήματα. "πολύ ώριμο παιδί για την ηλικία της", της έλεγαν και της ξαναέλεγαν οι καθηγητές της. "θα πετύχει πολλά στη ζωή της". "μακάρι", ευχόταν μέσα της, μα κάτι πάντα υπήρχε που την φόβιζε στο βλέμμα της. χανόταν ώρες ώρες. και τότε δεν την αναγνώριζε. κλεινόταν στον εαυτό της και την έχανε. 

ο γιος της τελείωσε κακήν κακώς το γυμνάσιο και γράφτηκε σε τεχνική σχολή ειδική για «περιπτώσεις» σαν τη δική του. εκεί θα μάθαινε μια τέχνη. διάλεξε να γίνει υδραυλικός. σαν τους το ανακοίνωσε χάρηκαν. θα είχε μια δουλειά, θα μπορούσε να σταθεί και μόνος στη ζωή. είχε στα μάτια κάτι καθαρό, ήταν ευθύς κι ειλικρινής. δε μιλούσε πολύ, αλλά ήταν δυνατός και είχε πείσμα. ίσως γιατί είχε να μάθει συγκεκριμένα πράγματα. τον μπέρδευαν πάντα τα πολλά λόγια και οι θεωρίες. τίποτα καλλιτεχνικό δεν πήρε απ’ τον πατέρα του, πήρε όμως την καλοσύνη του. και τα μάτια της μητέρας του.

η άλλη, η «μικρή», άρχισε να τους τα χαλά εκεί περίπου που θα τέλειωνε το λύκειο.  τους έζωσαν τα μαύρα φίδια ξαφνικά. μαθήτρια του δεκαοχτώ κι όμως στο πρώτο τρίμηνο έβγαλε κάτω από δεκαπέντε. "χατιρικά της βάλαμε κι αυτούς τους βαθμούς", άκουσε τους καθηγητές της να της λένε, "γιατί υπήρξε εξαιρετική μαθήτρια τις προηγούμενες χρονιές". τι συνέβαινε; μακάρι να 'ξερε! 

στην αρχή το είχε αποδώσει στην εφηβεία και θυμήθηκε τα δικά της. σκεφτήκαν με τον άντρα της να μην την πιέσουν και να την αφήσουν πιο ελεύθερη για να προλάβουν ακραίες αντιδράσεις. η «μικρή» εξαφανιζόταν με τις ώρες και δεν έδινε σημεία ζωής για ώρες ολόκληρες. πού πήγαινε και τι έκανε τους ήταν αδύνατο να το φανταστούν. προσπάθησε ο πατέρας της να την ακολουθήσει, αλλά τον πήρε είδηση και κατάφερε να του ξεφύγει. 

έβαλαν και τον αδελφό να την ψαρέψει, απευθύνθηκαν στις παρέες της στο σχολείο, πήγαν στα στέκια της και ρώτησαν διακριτικά. δεν μπόρεσαν να βγάλουν άκρη. μισόλογα και αοριστολογίες. δεν ήξεραν πώς να φερθούν. στο δεύτερο τρίμηνο κόντεψε να μείνει από απουσίες. αδιανόητο. πού πήγαινε ενώ έφευγε κανονικά το πρωί από το σπίτι; την ρωτούσαν και την ξαναρωτούσαν, αλλά η «μικρή», θυμό γεμάτη, είχε σηκώσει το δικό της μπαϊράκι και λόγο δεν της έπαιρναν. μέχρι που έσκασε το κανόνι.

την είδε κάποιος σε στέκια ναρκομανών να χαριεντίζεται με έναν από δαύτους. κεραυνός εν αιθρία. η κόρη τους είχε μπλεξίματα με ναρκωτικά; τους φαινόταν αδιανόητο. ίσως να κάνει παρέα με κάποιους από εκεί, σκέφτηκαν και δεν τολμούσε να πάει το μυαλό τους στο χειρότερο σενάριο. ήταν ήδη πολύ αργά. η «μικρή» με όλο το θράσος της ανείπωτης ομορφιάς της, αυτής που ξεγελά τους πάντες και τα πάντα, είχε βάλει πλώρη γι’ αλλού και τίποτα δεν την σταματούσε. 

έπεσαν πάνω της μάνα και πατέρας. της μίλησαν όμορφα, προσπάθησαν να την συνετίσουν,  την απείλησαν, τη μάλωσαν, προσπάθησαν ακόμα και να την κλείσουν στο δωμάτιό της. κατάφερνε πάντα να τους ξεγελά με αόριστες υποσχέσεις κι αυτοί ευάλωτοι απ’ την αγάπη τους, πάντοτε υποχωρούσαν. το παιχνίδι ήταν χαμένο.

την έφεραν λίγες μέρες μετά νεκρή, με μια σύριγγα καρφωμένη στο δεξί χέρι. όταν την πρωτοαντίκρισε νόμισε πως ήταν μόνο μια κούκλα που έμοιαζε με την κόρη της. ο αστυνομικός που της εξηγούσε πώς και πού τη βρήκαν, ανοιγόκλεινε απλώς τα χείλη. εκείνη δεν άκουγε πια. το είναι της όλο είχε γίνει κομμάτια. σαν να ράγισε μέσα της κάτι. κάτι που δεν θα ξανακολλούσε ποτέ πια. άνοιξε απλά μια πόρτα κι έφυγε. δραπέτευσε.

 ………………………………………………

τη συναντώ κάθε μέρα πρωί πρωί, την ώρα που βγάζω το σκύλο μου βόλτα. μοιάζει χαμένη. δεν μπορώ να προσδιορίσω ηλικία. τα μαλλιά της είναι λευκά, αχτένιστα κι ανάκατα. φοράει χειμώνα καλοκαίρι ένα λεπτό νυχτικό, πολύ κοντό για την ηλικία της, που αφήνει όλη τη γύμνια του κορμιού της ακάλυπτη. περπατάει αργά και με δυσκολία. θα 'λεγες σέρνεται. γέρνει λίγο στο πλάι, προς τα δεξιά. στα πόδια, που είναι πάντα γυμνά, φοράει κοντά καλτσάκια, ξεχειλωμένα και πολύ άτσαλα βαλμένα. και παντόφλες. άθλιες παντόφλες ξεπατωμένες.  έχει ένα βλέμμα χαμένο που κοιτάζει συνήθως μπροστά. 

δίπλα της στέκεται ένας άντρας. είναι πάντα ο ίδιος άντρας και είναι σίγουρα γιος της γιατί μοιάζουν. είναι ψηλός, μελαχρινός και γεροδεμένος. δείχνει πολύ σίγουρος και το βήμα του είναι αργό, αλλά σταθερό. αυτός φορά συνήθως ρούχα ανάλογα με την εποχή. μερικές φορές καπνίζει, ενώ μια φορά τον είδα που έτρωγε ένα μήλο. την παρακολουθεί με τα μάτια.

περπατούν και οι δυο πάνω κάτω στη μέση του δρόμου και δε μιλούν ποτέ. όταν πολύ σπάνια περάσει κάποιο αυτοκίνητο, της πιάνει τρυφερά το χέρι και την τραβάει προς τη μεριά του, στην άκρη του δρόμου. δείχνει σα να μη θέλει να την ταράξει. εκείνη κάνει έναν μορφασμό αντίδρασης, κουνώντας νευρικά τα χέρια της πέρα δώθε. δε θέλει το άγγιγμά του, κάτι της ψιθυρίζει στο αυτί κι αυτή στο τέλος υποχωρεί και υπακούει. 

προχθές, δεν ξέρω πώς έγινε, αλλά βρεθήκαμε πρόσωπο με πρόσωπο. με κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια σαν κάτι να αναζητούσε και το είχα εγώ. κοκάλωσα στη θέση μου και την άφησα να με προσπεράσει. ένιωσα τη βαριά σκιά της να με αγγίζει. ο άντρας δίπλα της με κοίταξε ατάραχος και κατέβασε το κεφάλι. την ώρα που ετοιμαζόμουν να κάνω το πρώτο βήμα και να απομακρυνθώ, την άκουσα να φωνάζει με φωνή σπαρακτική:

-εσύ, γιατί κοιτάζεις το φεγγάρι;



 

Τρίτη 12 Απριλίου 2016

στο πίσω δωμάτιο

αγόρασα το δίσκο σου και ο υπάλληλος στο μαγαζί με κοίταζε καλά καλά. "του ποιοτικού, ε;" χαμογέλασα. ναι, του ποιοτικού και του ποιητικού και του μελωδικού και του συναισθηματικού κι άλλα πολλά, σκέφτηκα, αλλά δεν μπήκα στον κόπο να του το πω. δεν θα με καταλάβαινε και θα έπρεπε να δώσω εξηγήσεις, πολλές εξηγήσεις κι εγώ δεν είχα διάθεση και δεν ήθελα ν’ αφιερώσω χρόνο. ο σκοπός μου ένας: να αποκτήσω πάση θυσία και όσο πιο γρήγορα γίνεται τα τραγούδια σου! δεν θα το διαπραγματευόμουν με κανέναν! τελεία και παύλα! δεν θυμάμαι καν από πού βρήκα τα χρήματα που πλήρωσα. 2.500 δραχμές. προφανώς μου τα έδωσε η μητέρα μου...ή μήπως ήταν ο πατέρας μου; τότε τα πράγματα είχαν αξία κι εγώ ήμουν μόλις 18.

κλείστηκα στο δωμάτιο, το πίσω δωμάτιο, το δικό μου, για μέρες. ο δίσκος έπαιζε διαρκώς στο παλιό πικάπ. εγώ μόνο άλλαζα πλευρά κάθε φορά που έφτανε στο τέρμα της αυτή που άκουγα. θυμάμαι ξυπνούσα με τη λαχτάρα να σε ακούσω ξανά και ξανά και ξανά. η φωνή σου είχε γίνει ένα με τους τοίχους του δωματίου μου... έκανε παρέα στη Φάρα Φώσετ, τους ΑΒΒΑ και τον Πόλεμο των άστρων που διακοσμούσαν τους τοίχους. τι κόλλημα κι αυτό! έπαιρνα βιαστικά το πρωινό στην κουζίνα κι έτρεχα στο δωμάτιο. ο δίσκος να παίζει πάλι απ' την αρχή... η μητέρα μου έφευγε κι αυτή στο μαγαζί μας ακολουθώντας τον πατέρα κι εγώ έμενα μόνος μαζί σου. τότε η φωνή δυνάμωνε και μπορούσα να σε ακούω να μου τραγουδάς στο σαλόνι, στο καθιστικό ή και στην τουαλέτα ακόμη, αρκεί η πόρτα του δωματίου μου να ήταν ανοιχτή. το σπίτι ολόκληρο μεταμορφώνονταν σε ένα τεράστιο ηχείο, ένα ηχείο απ’ όπου ακουγόταν μόνο η φωνή σου.

κι αναρωτιόμουν πώς να είσαι στην πραγματικότητα. πώς κοιμάσαι και πώς ξυπνάς. τι φοράς. αν βάζεις ζάχαρη στον καφέ σου ή αν προτιμάς το μέλι στο τσάι σου όπως εγώ... αν τριγυρνάς με μια κούπα στο χέρι με το αγαπημένο σου αχνιστό ρόφημα… αν εκεί που κάθεσαι έχεις δίπλα σου μια κιθάρα, που την γρατζουνάς όλη την ώρα κι αν δοκιμάζεις μια μελωδία που σου ήρθε στο μυαλό, ενώ τρως ένα μήλο. αν νιώθεις κι εσύ ξεχασμένος, όπως εγώ, αν έχεις φίλους ή αν σε αγαπούν τα κορίτσια... δεν μπορεί..., θα πρέπει κι εσύ να νιώθεις πολύ μόνος... πώς διάολε αλλιώς θα μου μιλούσες τόσο βαθιά μέσα στην καρδιά μου με το "Γιο της ερημιάς", αν δεν σε είχε γονατίσει η μοναξιά όπως εμένα;

μπορεί πάλι από την άλλη να ζούσες μια χαρά και να είχες βρει κι άλλους σαν εσένα και να περνούσατε καλά. να κάνατε παρέα και να βγαίνατε έξω για καφέ ή για ποτό συχνά. σε φανταζόμουν να γυρνάς ξημερώματα σπίτι σου ψιλομεθυσμένος... κι έμενες σ’ ένα παλιό αρχοντικό σπίτι, μ’ ένα μεγάλο, θολό καθρέπτη στην είσοδο… έριχνες πάντα μια κλεφτή ματιά μπαίνοντας. και μετά κρυβόσουν στου δωματίου σου την αγκαλιά. πώς να ήταν το κρεβάτι σου άραγε;

ποιος μπορεί να ήσουν στ' αλήθεια; πώς μπορούσες να μιλάς για πράγματα τόσο δικά μου, χωρίς να με ξέρεις; πώς μπορούσες να με περιγράφεις τόσο καλά και γιατί, γιατί αυτές οι μελωδίες, αυτοί οι στίχοι, μου μιλούσαν απευθείας στην καρδιά;

ο δίσκος σου απέκτησε γρατζουνιές. το είχα παρακάνει σε μερικά τραγούδια. οι φίλοι μου γελούσαν μαζί μου. τους μιλούσα για σένα σα να σε ήξερα. δεν πίστευαν στ’ αφτιά τους. εγώ που είχα μανία με την ξένη μουσική, είχα πάθει ένα κόλλημα τρελό με τα τραγούδια σου. σταμάτησαν κάποια στιγμή να μου δίνουν σημασία, με βαρέθηκαν. σταμάτησα να τους μιλάω για σένα. κανείς δεν καταλάβαινε. δυο κόσμοι.

στο σπίτι η θήκη μπήκε σε ζελατίνα ειδική, προστατευτική, για να μη χαλάσει το εξώφυλλο. συνέχισες να με κοιτάζεις μέσα απ’ τα γυαλιά. συνέχιζα να σε ακούω. τώρα πια τις πιο μικρές ώρες. στα χαμηλά. όταν ήμουν μόνος. στο σκοτάδι. καπνίζεις; εγώ όχι.

και η ζωή προχώρησε. μας προσπέρασε. ο δίσκος γλίστρησε ανάμεσα σε άλλους πολλούς. δεν σε άκουγα πια. ζούσα.




Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2016

μισής ώρα φτερά

μια φορά το χρόνο, συνήθως τέτοια εποχή ή και λίγο αργότερα, βρίσκω πάνω στον τοίχο του μπάνιου μου μικρά φτερωτά μυρμήγκια. βγαίνουν πίσω από την πόρτα, μέσα από τον αρμό των πλακιδίων στο πάτωμα. κάνουν μια μικρή τρυπούλα και ξεχύνονται. στην αρχή προσπάθησα να τα σταματήσω με κάθε τρόπο. στάθηκε αδύνατο. έριξα πάνω τους χημικά, χλωρίνες, εντομοκτόνα. τίποτα δεν κατάφερα. έβρισκαν πάντα τρόπο να ξετρυπώνουν.
η σκέψη ότι κάτω από τα πλακάκια του μπάνιου υπάρχει μια δαιδαλώδης πολιτεία μυρμηγκιών με τρελαίνει. την πρώτη φόρα που τα βρήκα, κατατρόμαξα. έβγαιναν κύματα κύματα κι ο τοίχος είχε μαυρίσει. έπαθα πανικό. άρχισα να τινάζω τις πετσέτες που κρέμονταν από πάνω σε μια προσπάθεια να τα ρίξω όλα κάτω και να τα αφανίσω. πήρα τη σκούπα κι άρχισα να τα χτυπώ με μανία. μάζεψα δυο τρεις φαρασιές από δαύτα. κι αυτά απλώς συνέχιζαν και συνέχιζαν να βγαίνουν. μαύρος φτερωτός στρατός.
σύντομα κατάλαβα ότι δεν υπάρχει λόγος πανικού. δεν είναι δύσκολο να τα μαζέψεις. είναι πολλά αλλά δεν πετούν εύκολα και δεν κινούνται γρήγορα. έχουν μια αγωνία στην κίνησή τους. θέλουν να φτάσουν ψηλά. μερικά το καταφέρνουν. περπατούν βιαστικά ως το ταβάνι. ή πετούν γύρω από το φωτιστικό. μετά μένουν ακίνητα. τελείως ακίνητα. πεθαίνουν. ναι, πεθαίνουν. από μόνα τους. αν περιμένεις λίγη ώρα μπορείς να μαζέψεις τα μικροσκοπικά κουφάρια τους.  αρκεί να περιμένεις λίγη ώρα.
φέτος βγήκαν ξανά. προχτές. το μόνο που έκανα ήταν ν' απομακρύνω όλα τα προσωπικά μου αντικείμενα. τα 'βλεπα να ξεχύνονται και να προσπαθούν ν' αρπάξουν τη ζωή. μερικά έφτασαν και στο νεροχύτη. ήταν τόσο μεγάλη η αγωνία τους, που κάποια άφηναν τα φτερά τους κολλημένα στις σταγόνες του νερού κι έφευγαν. αλλού το σώμα κι αλλού τα φτερά. άφησα να περάσει μισή ώρα και πήγα στην κουζίνα. όταν επέστρεψα ήταν όλα νεκρά. ακόμα κι αυτά που είχαν φτάσει ψηλά στο ταβάνι. μπορούσες να τα δεις να κρέμονται απ' την οροφή χωρίς ζωή. 
έβγαλα το φαράσι και τα σκούπισα. στο νεροχύτη βρήκα ένα ζευγάρι φτερά μόνα τους. το σώμα έλειπε. όσο κι αν έψαξα δεν το βρήκα πουθενά τριγύρω. σκέφτηκα πως είναι πολύ σκληρό να χάνεις τα φτερά σου. ίσως όμως κάποιες φορές να γίνονται εμπόδιο. και να είναι καλύτερο να συμβιβάζεσαι. τα μάζεψα προσεκτικά με χαρτί και τα πέταξα στο καλάθι.

Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2016

νεκρή φύση

τον ειδοποίησε ότι κάτι περίεργο συμβαίνει στο σπίτι του. "τι περίεργο δηλαδή;", την ρώτησε εκείνος γεμάτος απορία. "το έχει διαρρήξει κάποιος;". η γειτόνισσα δεν ήξερε ή μάλλον δεν μπορούσε να του απαντήσει. όχι, δεν βρήκε την πόρτα του σπιτιού ανοιχτή. ούτε είδε φώτα αναμμένα το βράδυ. άκουσε όμως θορύβους. σαν κρύσταλλα που έπεφταν κάτω με ορμή. και γδούπους. ναι, γδούπους. στους τοίχους. εδώ και τρεις μέρες, λέει, ακούγονται αυτοί οι περίεργοι ήχοι. κι εκείνη, "γυναίκα μόνη είναι και σκιάζεται". κι αν έχει μπει μέσα κανένα κλεφτρόνι ή κανένας από αυτούς που παρακολουθούν τα έρημα σπίτια και τα ληστεύουν; να τα παρατήσει όλα και να έρθει. ήταν πραγματικά μεγάλη ανάγκη.

το μικρό σπιτάκι στο χωριό ήταν κληρονομιά απ' τον παππού του. δεν ήταν δα και τόσο μεγάλο, αλλά ήταν όμορφο κι ακόμα στεκόταν καλά. ήταν μερακλής και πολύ νοικοκύρης ο παππούς. σαν πέθανε η γιαγιά του, το κράτησε το σπίτι ολομόναχος, μέχρι και το δικό του τέλος. κράτησε μέσα όλα όσα αγαπούσε από την κοινή ζωή τους. και δεν ήταν λίγα. το πιο μεγάλο του καμάρι η βιτρίνα με τα κρυσταλλένια της ποτήρια. προικιό από το γάμο τους. τα φύλαγε προσεκτικά και τα περιποιούνταν. όταν σκονίζονταν, τα έβγαζε ένα ένα, τα καθάριζε, τα ακουμπούσε προσεκτικά πίσω στη θέση τους. "γιατί το κάνεις αυτό, παππού;", τον είχε ρωτήσει κάποτε μικρούλης. εκείνος χαμογέλασε. τον κάθισε στα γόνατα και του είπε όλη την ιστορία. αυτά τα κρυσταλλένια ποτηράκια με το σκάλισμα δεμένο τον κρατούσαν με τη γιαγιά του τη συχωρεμένη. εκείνη πρώτη τ' αγαπούσε και τα νοιάζονταν. τα πρόσεχε σαν κόρη οφθαλμού. μέσα σε κείνα χύθηκαν γλυκόπιοτες όλες οι τρυφερές τους αναμνήσεις. όλα τα γλέντια, οι γιορτές, όλες και οι χαρές. όλες οι πίκρες που είχαν ζήσει. τότε δεν καταλάβαινε καλά. του φάνηκε πως λίγο ο παππούς τα είχε χαμένα. πολύ αργότερα το ένιωσε κι ο ίδιος πεντακάθαρα πως, όταν φύγουν οι ψυχές, οι άνθρωποι συχνά δίνουν αξία στ' άψυχα που λίγη απ' τη ζωή που χάθηκε θυμίζουν.

τα παράτησε όλα και ήρθε. το σπίτι από έξω δεν φαινόταν παραβιασμένο. τον είδε η γειτόνισσα από το παραθύρι κι έτρεξε να τον έβρει. ήταν και λίγο περίεργη. χήρα μονάχη βλέπεις. ανοίξανε την κλειδαμπαρωμένη πόρτα. όλα κανονικά. το σπίτι δε φαινόταν να είχε παραβιαστεί. και τα παράθυρα ήταν όλα σφαλιστά. οι πόρτες από τα δωμάτια κλειστές, όπως τις είχε αφήσει. έμενε μόνο το σαλόνι με το τζάκι. σαν άνοιξαν την πόρτα του, φάνηκε η καταστροφή. τα βρήκαν όλα άνω κάτω. κόκκινες πιτσιλιές πάνω στον τοίχο κι όλα μέσα ρημαδιό. σπασμένη η βιτρίνα και ξεσκισμένα τα καλύμματα επάνω στο μικρό καναπεδάκι. γεμάτος κουτσουλιές ο τόπος όλος. έμειναν να κοιτάζουν με το στόμα ανοιχτό, γεμάτοι έκπληξη. πίσω απ' την κουνιστή την πολυθρόνα βρήκαν νεκρό ένα πουλί. σπασμένες οι φτερούγες του, το σώμα μες στα αίματα. ανάσκελα πεσμένο, τα μάτια είχε ακόμα ανοιχτά. στα νύχια των ποδιών του ξεθυμασμένες κρέμονταν κλωστές, που μαρτυρούσαν πάλη.

έβγαλε ένα μαντήλι απ' την ποδιά της και το σκέπασε. το δύσμοιρο. τρύπωσε φαίνεται στην καπνοδόχο κι έπεσε μες στο τζάκι. παγιδεύτηκε. το δρόμο πίσω για να λυτρωθεί, δεν μπόρεσε να βρει. και μη μπορώντας από πουθενά να δραπετεύσει, άρχισε μόνο του να πέφτει πάνω σε ό,τι έβρισκε. από τη μια ο φόβος, από την άλλη απελπισία. χτυπιόταν μοναχό πάνω στους τοίχους, λες και γινόταν να τους διαπεράσει. ρήμαξε τη μικρή βιτρίνα κι όλα τα ποτηράκια. ξέσκισε τα υφάσματα και μέχρι τέλους πάλευε για να 'βρει τρόπο για να φύγει. απ' τα πολλά χτυπήματα με ματωμένα τα φτερά κατέληξε πίσω απ' την πολυθρόνα του παππού.

"μπούφος ήταν", του είπε η γειτόνισσα. "να βάλετε ένα κάλυμμα τριγύρω από την καμινάδα...εδώ είναι χωριό...μπορεί πάλι να μπει κάποιο πουλί και να ' χετε τα ίδια".

"dirty shoes and broken glass" by Alexeiz