Δευτέρα 29 Μαΐου 2017

the day before you came



Ήταν ένα μουντό πρωινό με συννεφιά. Όταν χτύπησε το ξυπνητήρι και το έκλεισα, σκέφτηκα για μια στιγμή να μείνω στο κρεβάτι και βούλιαξα απαλά ξανά μες στα στρώματα. Η ζωή γίνεται σκληρή το πρωί, όταν πρέπει να σηκωθείς για δουλειά, αλλά δε γίνεται αλλιώς. Σύρθηκα με τα μάτια σχεδόν κλειστά στο ντουζ και το δροσερό νερό πάνω μου κάπως με ξύπνησε. Λίγα λεπτά αργότερα κοιτάζοντας τον εαυτό μου στον καθρέπτη, μου φάνηκε άγνωστος ο άντρας με τα βρεγμένα μαλλιά και το κουρασμένο πρόσωπο. Δεν υπήρχε όμως άλλος χώρος ούτε χρόνος για σκέψεις.

Στο τραπέζι της κουζίνας τα σερβίτσια του πρωινού ήταν έτοιμα από την προηγούμενη μέρα. Στη φρυγανιέρα δυο φέτες ψωμί περίμεναν να ψηθούν, στο βραστήρα το νερό για τον καφέ. Ενεργοποίησα και τις δυο συσκευές χωρίς δεύτερη σκέψη. Μικρές καθημερινές κινήσεις ρουτίνας σ' ένα σπίτι σιωπηλό. Τράβηξα στο πλάι την κουρτίνα στο παράθυρο της κουζίνας. Σκοτεινιά κι ένας ήλιος δειλός στο βάθος του ουρανού. Ήταν νωρίς ακόμα κι έκανε ψύχρα.

Γύρισα στην κρεβατοκάμαρα. Τα ρούχα μου έτοιμα, κρεμασμένα στην κρεμάστρα. Ένα καθαρό εσώρουχο, ένα λευκό φανελάκι κι ένα ζευγάρι μαύρες κάλτσες με περίμεναν πάνω στη συρταριέρα. Πήρα απ’ την κρεμάστρα πρώτα το παντελόνι. Ακολούθησε το πουκάμισο. Οι κινήσεις μου προσεκτικές για να μην τσαλακωθεί. Διόρθωσα λίγο το γιακά και κουμπώθηκα. Θυμήθηκα φευγαλέα τη μητέρα μου, που με τύλιγε απαλά στο κουβερτάκι μου και με πήγαινε στην κουζίνα για να με ντύσει δίπλα στο καλοριφέρ. Αγαπημένη σκέψη. Περάσαν όμως οι ανέμελες μέρες. Μεγάλωσα πια. Το μπλιπ της φρυγανιέρας από την κουζίνα μ' επανέφερε στην πραγματικότητα. Το νερό στο βραστήρα είχε ζεσταθεί επίσης. Μετρημένοι χρόνοι. 

Πήρα το πρωινό μου καθισμένος στο τραπέζι της κουζίνας και κοίταξα έξω από το παράθυρο. Το τοπίο της πόλης μπορεί ν' αλλάζει ανάλογα με τις εποχές, το πρωινό μου όμως παραμένει το ίδιο χρόνια ολόκληρα. Ψωμί με μέλι, καφές ντικάφ και φρούτα εποχής. Τα τελευταία είναι πάντα κομμένα σε μικρά κομμάτια αποβραδίς και με περιμένουν στο ψυγείο. Τα τρώω τελευταία. Έτσι έγινε και τότε.

Ένα γρήγορο πέρασμα από το μπάνιο για το πλύσιμο των δοντιών και μια τελευταία ματιά στο καθρέπτη. Στο διάδρομο της εισόδου τα παπούτσια με περίμεναν καθαρά και φρεσκοβαμμένα. Η τσάντα μου εκεί δίπλα, ακουμπισμένη στο πάτωμα. Φόρεσα το σακάκι μου, αυτό με τα δερμάτινα μπαλώματα στους αγκώνες και την πήρα στα χέρια μου. Άνοιξα την εξώπορτα, κλείδωσα πίσω μου και μπήκα στο ασανσέρ. Κατέβηκα τους ορόφους της σιωπηλής πολυκατοικίας. Δε συνάντησα κανέναν στο διάδρομο, όπως πάντα τέτοια ώρα το πρωί.

Το λεωφορείο περνούσε από τη στάση κάθε 15 λεπτά περίπου. Συνήθως δεν είχε κόσμο κι έβρισκα θέση να κάτσω. Αγουροξυπνημένα πρόσωπα τριγύρω. Άκεφα κι αμίλητα. Κοίταξα απ' το παράθυρο. Τα μαγαζιά ήταν ακόμα κλειστά. Ψιχάλιζε. Άνθρωποι περπατούσαν στα πεζοδρόμια αργά. Πήγαιναν στις δουλειές τους. Στη γωνιά ο κουλουρτζής πουλούσε την πραμάτεια του. Κουλούρι με σουσάμι για όσους δεν πήραν πρωινό.  Θυμάμαι έναν κύριο που προσπαθούσε ν’ ανοίξει την ομπρέλα του και να περάσει το δρόμο. Η ομπρέλα δεν άνοιγε και την πέταξε χάμω. Χαμογέλασα. Το λεωφορείο σταματούσε και ξαναξεκινούσε μετά από κάθε στάση. Είχε σχεδόν γεμίσει, αλλά εμένα δεν με ένοιαζε καθόλου. Eίχαν ξεχαστεί τα μάτια μου έξω. Όπως πάντα. Εκεί που η ζωή σάλευε. Μέσα μοιάζαμε όλοι μας ακίνητοι, περιμέναμε τη δική μας στάση. Ξέρετε για τι μιλώ. Φτάσαμε. Έφτασα. Θα κατέβηκα γρήγορα μόλις οι πόρτες άνοιξαν.

Το τρένο έφευγε παρά είκοσι. Περίμενα στο σταθμό με την ομπρέλα μου ανοιχτή. Σκόρπιες ψιχάλες. Ένα ζευγάρι νέα παιδιά μιλούσαν δυνατά κι  όλοι κοίταζαν προς τη μεριά τους. Τα νιάτα είναι φλύαρα κι όταν είναι ερωτευμένα είναι δυο φορές φλύαρα. Αυτά ήταν πολύ ερωτευμένα. Και πολύ φλύαρα. Οι μόνες παύσεις τα ρουφηχτά φιλιά κι οι αγκαλιές τους. Έριξα το βλέμμα μου από την άλλη. Σαν να ντράπηκα.

Επιβίβαση.Ήμουν μέσα σ' ένα μεγάλο φίδι που έτρεχε. Σταματούσε και ξαναξεκινούσε. Άνθρωποι κατέβαιναν, άνθρωποι ανέβαιναν. Κάποιοι διάβαζαν τις πρωινές εφημερίδες ή κρατούσαν το βιβλίο τους στο χέρι.  Εγώ κρατούσα σφιχτά την τσάντα στο χέρι κι απλώς χάζευα τους γύρω μου αφηρημένα. Το βαγόνι κινούνταν καθώς τρέχαμε πάνω στις ράγες. Η φωνή από τα μεγάφωνα ανάγγειλε τις στάσεις. Μικρές κινήσεις προετοιμασίας δευτερόλεπτα πριν. Δυο στάσεις ακόμα.

Εντόπισα μια κυρία με καλοχτενισμένα μαλλιά και κόκκινο κραγιόν στα χείλη που με κοίταζε. Είχε κρυφτεί κάτω από την μπλε καμπαρντίνα της και στο λαιμό της ξεπρόβαλε με αυθάδεια ένα γαλαζοπράσινο φουλάρι. Κρατούσε σφιχτά πάνω της μια δερμάτινη τσάντα καφέ με ωραίο χρυσό κούμπωμα. Δεν μπορούσα να την δω ολόκληρη γιατί την έκρυβε ένας κοντός ηλικιωμένος κύριος με κουστούμι, που στεκόταν ακριβώς μπροστά της. Είχε ένα παράξενο χαμόγελο. Κάτι του έχει τραβήξει την προσοχή πάνω της, εκείνη όμως έγερνε στο πλάι και κοίταζε εμένα. Τι χρώμα είχαν τα μάτια της; Γαλάζια νομίζω. Πρέπει να κατέβηκε στην επόμενη στάση γιατί δεν την ξαναείδα.

Έφτασα στη δουλειά με το λεωφορείο του δήμου που έπαιρνα έξω από το σταθμό του μετρό. Χρειάζομαι πάντα λίγο χρόνο για να ξεκινήσω το πρόγραμμά μου. Οι περισσότεροι από τους συναδέλφους ήρθαν μετά από μένα. Καλημέρισαν τους παρόντες κι έβαλαν καφέ απ' το μηχάνημα στο διάδρομο.  Κάποιοι έκαναν αμέσως μικρά πηγαδάκια και μοιράστηκαν τα χθεσινά νέα. Οι πιο πολλοί μιλούσαν για τα παιδιά τους. Χαριτωμένο, αλλά αδιάφορο. Τους άκουγα σιωπηλός ν’ ανταλλάσσουν κουβέντες για τον καιρό που δεν λέει να φτιάξει ή τα τελευταία νέα που άκουσαν στις ειδήσεις. Όλοι τους ήταν παντρεμένοι, οι περισσότεροι με παιδιά. Και γνωρίζονταν καιρό. Εγώ ήμουν ο "καινούριος" και ο πιο νέος τότε. Αποστάσεις ασφαλείας και πληθυντικός ευγενείας. Καλύτερα.
.................................................................................................................................................
Τέλειωσα αργά το μεσημέρι. Έφυγα βιαστικά κι άφησα πίσω μου το βουητό. Ανακούφιση. Πήρα το λεωφορείο της γραμμής που έκανε στάση έξω από τη δουλειά. Αποκαμωμένα πρόσωπα, λίγοι ηλικιωμένοι κι αρκετοί νέοι. Ομιλίες και φωνές σε πολλές γλώσσες. Άλλη ώρα, άλλη διάθεση. Συνήθως προτιμώ τα πίσω καθίσματα που είναι λίγο πιο ήσυχα. Μ' αρέσει να φορώ τα γυαλιά ηλίου και να κλείνω τα μάτια. Και τα αφτιά. Το ταρακούνημα του λεωφορείου με νανουρίζει γλυκά. Δεν κοιμάμαι ποτέ, με κυριεύει όμως η γλυκιά μέθη του ύπνου. Εκείνη τη μέρα δεν είχε ήλιο  και δεν φορούσα τα γυαλιά. Νομίζω όμως και πάλι είχα κλείσει για λίγο τα μάτια.

Ο δρόμος της επιστροφής στο σπίτι ήταν πάντα πιο μακρύς. Ίσως γιατί δεν υπήρχε η αγωνία του να φτάσω έγκαιρα στη δουλειά, ίσως γιατί κουβαλούσα στην πλάτη όλη την κούραση και τα βήματά μου γίνονταν πιο αργά. Το λεωφορείο σερνόταν στα στενά δρομάκια γιατί είχε κίνηση και το τρένο που το πρωί μας κατάπιε βιαστικό, κινούνταν νωχελικά πάνω στις ράγες από την πολυκοσμία. Από ένα σημείο και μετά, τα πόδια μου πήγαιναν μόνα τους. Το μυαλό είχε κατεβάσει διακόπτη. Τα μάτια δεν κοίταζαν, ο κόσμος τριγύρω κινούνταν μακριά μου, ξένος και μοναχικός. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν το κρεβάτι μου, αλλά κι αυτό φαινόταν πολύ μακρινό ακόμα.

Φτάνοντας στο σπίτι πέρασα από το φούρνο κι αγόρασα φρέσκο ψωμί. Ξεκλείδωσα την πόρτα της εισόδου στην πολυκατοικία και κοίταξα το κουτί της αλληλογραφίας. Λογαριασμοί. Τους έβαλα στην τσέπη και κάλεσα  το ασανσέρ. Μπαίνοντας στο σπίτι έβγαλα αμέσως τα παπούτσια και φόρεσα τις παντόφλες. Ακούμπησα κάτω την τσάντα κι απαλλάχτηκα από το σακάκι. Ησυχία. Στο βάθος τα’ ουρανού πρέπει ν’ ακούστηκε ένα μπουμπουνητό. Ήμουν τυχερός. Θα μ’ έβρισκε η βροχή στο σπίτι. 

Άνοιξα την τηλεόραση στο σαλόνι, δυνάμωσα τη φωνή για ν’ ακούω. Αλλά δεν άκουγα. Πρέπει να ήταν μια μεσημεριανή κουτσομπολίστικη εκπομπή με πολλούς καλεσμένους. Πέρασα μια βόλτα από την τουαλέτα, πλύθηκα. Μπήκα στην κρεβατοκάμαρα κι άλλαξα ρούχα. Εκεί δίπλα στο κρεβάτι είχα τον υπολογιστή. Τον άνοιξα κι έφυγα. Η οθόνη άνοιγε πάντα στη σελίδα του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Θα πρέπει να έγραφε εκείνο το απόγευμα ότι είχα τέσσερα μηνύματα. Το ένα ήταν από σένα. Αλλά δεν το είχα δει ακόμα. Ήμουν στην κουζίνα κι ετοίμαζα τη σαλάτα μου.

Μ' άρεσε ν’ ασχολούμαι με το μαγείρεμα. Κάποιες μέρες όμως μου φαινόταν εξαιρετικά κουραστικό. Ευτυχώς τη μέρα εκείνη είχα ακόμη φαγητό από την προηγουμένη. Το ζέστανα στο φούρνο μικροκυμάτων και το πήρα μπροστά μου πάνω σε ένα δίσκο μαζί με δυο φέτες ψωμί και την απαραίτητη πρασινάδα της σαλάτας μου. Συνήθως τρώω μπροστά στην τηλεόραση κι αποκοιμιέμαι μόλις τελειώσω το φαγητό μου. Η βαριά ατμόσφαιρα της μέρας και οι πρώτες ψιχάλες της βροχής πρέπει να με βρήκαν με τα μάτια κλειστά στον καναπέ. Είχα ακουμπήσει το δίσκο στο πλάι κι είχα αφεθεί στις φωνές και τα γέλια της ανοιχτής τηλεόρασης. 

Ούτε που είχα πάρει χαμπάρι ότι εσύ μου είχες γράψει. Ότι εκείνη την ημέρα που η βροχή έπνιξε την Αθήνα, η δική μου ζωή επρόκειτο ν’ αλλάξει καθοριστικά. Έμεινα βυθισμένος σ’ έναν γλυκό μακάριο ύπνο, που όμως θα μου έδινε ενέργεια για να κοιτάξω λίγες ώρες αργότερα τα μηνύματα στον υπολογιστή μου πριν πέσω οριστικά για ύπνο το βράδυ. 

Ονειρεύτηκα λέει ότι έτρεχα σε ένα λιβάδι κι υπήρχε βουητό μεγάλο ολόγυρα από τις μέλισσες και τα ζουζούνια….Κι εγώ έτρεχα ανάμεσα στα λουλούδια και γελούσα….Κι ήμουν ευτυχισμένος και γελούσα....Την ίδια ώρα κι ενώ η καταιγίδα μαινόταν, στην τηλεόραση που έπαιζε κι εγώ δεν άκουγα, ένα έκτακτο δελτίο ειδήσεων μας ενημέρωνε για τις καταστροφές στους δρόμους, για τις χιλιάδες κλήσεις που δέχτηκε η πυροσβεστική και τα πλημμυρισμένα υπόγεια σε πολλές περιοχές της Αθήνας...




Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2017

ένας φίλος



μπήκαμε τελευταίοι και ο χώρος ήταν ήδη γεμάτος. περάσαμε μπροστά από το τραπέζι με τους γονείς, την αδελφή και τ’ ανήψια σου. δεν γύρισα να τους ρίξω ούτε ένα βλέμμα. παρακαλούσα μόνο να βρούμε να κάτσουμε μακριά τους. δεν ήθελα να τους βλέπω.
κοιτάξαμε αριστερά και δεξιά μας και δεν υπήρχαν πουθενά άδειες θέσεις. κάποιοι είχαν ήδη σερβιριστεί, πίναν το κονιάκ και μασούλαγαν τα κουλουράκια. ποιοι ήταν όλοι αυτοί οι άνθρωποι, από πού ξεφύτρωσαν και τι ρόλο είχαν παίξει στη ζωή σου;
ήρθε ένας κύριος και μας οδήγησε στις μοναδικές άδειες καρέκλες που υπήρχαν. ήταν ακριβώς απέναντι από τους γονείς σου. το χειρότερό μου. ο Τάκης έσκυψε και με ρώτησε αν προτιμώ να φύγουμε αμέσως. του απάντησα πως ήθελα να μείνω για λίγο ακόμα.
καθίσαμε. κάτω από τα μαύρα γυαλιά δεν μπορούσα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. έμεινα με το βλέμμα καρφωμένο στο λεκιασμένο τραπεζομάντηλο. οι καφέδες σερβιρισμένοι από ώρα. ρούφηξα μηχανικά δυο γουλιές από το φλιτζανάκι μπροστά μου.  με την άκρη του ματιού μου έπιασα τους υπόλοιπους της παρέας μας. ήταν πιο τυχεροί από μας. είχαν μπει λίγο νωρίτερα και είχαν καθίσει μακριά από την οικογένειά σου. συζητούσαν μεταξύ τους και κάποιοι γελούσαν κιόλας. μερικούς είχα χρόνια να τους δω. τα κακά νέα μαθαίνονται γρήγορα.
είδα και την φοβερή ξαδέλφη από τη Ναύπακτο. την αναγνώρισα από τα κιλά και το βάψιμό της. ντυμένη κι αυτή στα μαύρα. μέρος του θιάσου, με το γνωστό κουστούμι. η ξαδέλφη που την θεωρούσες  «δεύτερη» αδερφή σου. αυτή που σου έφτιαχνε τα δόντια και την υπεραγαπούσες. η ίδια που όταν της αποκάλυψες την ιδιαιτερότητά σου, σ' έδιωξε από το σπίτι της κι ύστερα έκλαιγες απαρηγόρητος. δεν το έχω ξεχάσει. ήρθε κι αυτή για να σε θρηνήσει. πηγαινοερχόταν στο τραπέζι με τους δικούς σου.  
κάποιοι από τους συγγενείς σου μας κοίταζαν λίγο περίεργα. ερευνητικά. ναι, εμείς ήμασταν η υπόλοιπη ζωή του, ήθελα να φωνάξω. κι εγώ αυτός που έμεινε μαζί του κοντά δέκα χρόνια. εμείς ήμασταν που τον δεχόμασταν όπως ήταν. έμεινα σιωπηλός και κόσμιος. όπως ήσουν πάντα κι εσύ.
τα δάκρυα κυλούσαν ασταμάτητα. σκατά και πάλι σκατά. αποφάσισα να σηκώσω το βλέμμα και να κοιτάξω απέναντι. στο μπαλκόνι της υποκρισίας. δεν μπορούσα να δω καθαρά. έβγαλα ένα χαρτομάντηλο και σκουπίστηκα. δίπλα μου μια κυρία με κοίταξε όλο απορία. η Μάγδα άπλωσε το χέρι της στον ώμο μου. ήμουν εντάξει.
ο πατέρας ασυγκίνητος κι ανέκφραστος καθόταν πρώτος στη σειρά του τραπεζιού. η κορυφή του παγόβουνου. δίπλα του η μητέρα.  από τις λίγες κοινές τους εμφανίσεις που δεν τσακώνονται. με το χάος να πλανάται ανάμεσά τους. έπρεπε να είχαν χωρίσει χρόνια τώρα, μου έλεγες συχνά, αλλά δεν το έκαναν και προτιμούσαν να βασανίζουν ο ένας τον άλλο με κάθε τρόπο. δυο ξένοι που έκαναν δυο παιδιά, που τα διεκδικούσαν ταυτόχρονα και με κάθε τρόπο, χωρίς να τα αποδέχονται.  όχι και τα δύο. εσένα μόνο. 
η μητέρα είχε γείρει το κεφάλι της στον ώμο της αδελφής σου και είχε τα μάτια της κλειστά. και στεγνά. όπως έκανε πάντα στη ζωή της. τίποτα δεν την διαπερνούσε. τέλειο σκηνικό και οι πρωταγωνιστές σε ρόλους δραματικούς.
θυμήθηκα πόσο πολύ σου άρεσαν οι αρχαίες τραγωδίες. και τα φάντο της Αμάλιας. η Μαρία Κάλλας. είχες μια ροπή προς το δράμα. όλα  όμως τώρα έμοιαζαν με καλοστημένη φάρσα.
η οικογένειά σου παραταγμένη για να σε θρηνήσει και να σε αποχαιρετήσει με την ευλογία της εκκλησίας. να έχεις καλό παράδεισο βρε παιδί μου. αυτοί που ουδέποτε πίστεψαν σε κάποιο Θεό. που τα κορόιδευαν όλα αυτά πάντα και τα θεωρούσαν γελοιότητες. αυτοί που σε ήθελαν έτσι, αλλά τους είχες βγει αλλιώς. που πάντα τους υπηρετούσες κι έτρεχες από πίσω τους σε κάθε τους νεύμα. που τους ενημέρωνες για την κάθε μια σου κίνηση. που ένιωθες άσχημα αν δεν τους τηλεφωνούσες κάθε μέρα. αυτοί που ήθελαν να σε πάνε σε γιατρούς για να σε γιατρέψουν και δεν μπορούσαν να αποδεχτούν τις επιλογές σου. που σου έδιναν δώρο και κάρτα, ξεχωριστά ο καθένας, τα Χριστούγεννα οπωσδήποτε. κάθε Χριστούγεννα. αλλά δεν ήθελαν να ξέρουν με ποιον μοιράζεσαι τη ζωή σου. κι έτσι εσύ έμαθες να ντρέπεσαι για τον εαυτό σου. και δεν έμαθες να τον αγαπάς ποτέ. και κρυβόσουν. αλλά πάντα αγωνιζόσουν να τους πείσεις ότι κάτι αξίζεις. ναι, αυτοί ήταν. και ήταν όλοι στη θέση τους.
ο κόσμος άρχισε να φεύγει. εγώ ήθελα να βάλω τις φωνές, να πεταχτώ εκεί μπροστά τους και να τους φωνάξω πως είναι υποκριτές. πως ποτέ τους δεν σε γνώρισαν αληθινά και πως ποτέ τους δεν σ’ αγάπησαν. αν σε αγαπούσαν, θα σε είχαν καταλάβει. αν σε αγαπούσαν, δεν θα ’μπαιναν ανάμεσά μας. αν σ’ αγαπούσαν, μπορεί και να ’μασταν μαζί ακόμη. αν σ’ αγαπούσαν, δεν θα σε άφηναν κείνο το βράδυ, δυο χρόνια μετά το χωρισμό μας, μόνος σου να γλιστρήσεις το σκοτάδι…
χαιρέτησα πρώτα την αδελφή σου. με αγκάλιασε. είχαμε ανταλλάξει και δυο κουβέντες στο παρελθόν. την είχες υποχρεώσει κι εκείνη το αποδέχτηκε με το ζόρι. ένας Θεός ξέρει τι σκεφτόταν μέσα της και τι συζητούσε με τον άντρα της. ας είναι. στάθηκα μπροστά στη μητέρα σου. με κοίταξε με βλέμμα άδειο. θυμάσαι που την είχες φέρει σπίτι μας κι άρχισε ν’ ανοίγει όλα τα ντουλάπια για να δει τι έχουν μέσα; ίσως περίμενε να βρει κάπου κρυμμένες τις βρωμιές μας. δεν βρήκε τίποτα, όμως σε ρώτησε πώς το μπορείς να ζεις μαζί μου. τώρα δεν με αναγνώρισε. ή έστω έτσι έδειξε.
-ποιος είστε; 
-είμαι ένας φίλος…ένας φίλος…
ο πατέρας σου ίσα ίσα που μου έδωσε το χέρι του. ούτε που διασταυρώθηκαν τα βλέμματά μας. 
επάνω στο τραπέζι μια παλιά σου φωτογραφία με μουστάκι. σίγουρα έψαξαν πολύ για να την βρουν. ούτε που την είχα ξαναδεί. από εκείνες που επιμελώς μου έκρυβες γιατί ντρεπόσουν. φαντάζομαι θα εξαφανίσουν τα πολύ όμορφα χαμογελαστά πορτρέτα που εγώ σου είχα τραβήξει. δεν πειράζει, τα έχω κρατήσει εγώ. κι εγώ θα σε θυμάμαι αλλιώς.
βγήκα έξω και με χτύπησε ο αέρας. είχα μια αίσθηση αναγούλας. κάποιος έτρεξε από πίσω μου και κάτι μου είπε. κούνησα το κεφάλι καταφατικά. βάδισα βιαστικά προς το αυτοκίνητο. λίγο πριν μπω μέσα, έστρεψα τα μάτια μου στον ουρανό πάνω από το κοιμητήριο. ήσουν εκεί; ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει. πάτησα το γκάζι κι εξαφανίστηκα.