Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2016

νεκρή φύση

τον ειδοποίησε ότι κάτι περίεργο συμβαίνει στο σπίτι του. "τι περίεργο δηλαδή;", την ρώτησε εκείνος γεμάτος απορία. "το έχει διαρρήξει κάποιος;". η γειτόνισσα δεν ήξερε ή μάλλον δεν μπορούσε να του απαντήσει. όχι, δεν βρήκε την πόρτα του σπιτιού ανοιχτή. ούτε είδε φώτα αναμμένα το βράδυ. άκουσε όμως θορύβους. σαν κρύσταλλα που έπεφταν κάτω με ορμή. και γδούπους. ναι, γδούπους. στους τοίχους. εδώ και τρεις μέρες, λέει, ακούγονται αυτοί οι περίεργοι ήχοι. κι εκείνη, "γυναίκα μόνη είναι και σκιάζεται". κι αν έχει μπει μέσα κανένα κλεφτρόνι ή κανένας από αυτούς που παρακολουθούν τα έρημα σπίτια και τα ληστεύουν; να τα παρατήσει όλα και να έρθει. ήταν πραγματικά μεγάλη ανάγκη.

το μικρό σπιτάκι στο χωριό ήταν κληρονομιά απ' τον παππού του. δεν ήταν δα και τόσο μεγάλο, αλλά ήταν όμορφο κι ακόμα στεκόταν καλά. ήταν μερακλής και πολύ νοικοκύρης ο παππούς. σαν πέθανε η γιαγιά του, το κράτησε το σπίτι ολομόναχος, μέχρι και το δικό του τέλος. κράτησε μέσα όλα όσα αγαπούσε από την κοινή ζωή τους. και δεν ήταν λίγα. το πιο μεγάλο του καμάρι η βιτρίνα με τα κρυσταλλένια της ποτήρια. προικιό από το γάμο τους. τα φύλαγε προσεκτικά και τα περιποιούνταν. όταν σκονίζονταν, τα έβγαζε ένα ένα, τα καθάριζε, τα ακουμπούσε προσεκτικά πίσω στη θέση τους. "γιατί το κάνεις αυτό, παππού;", τον είχε ρωτήσει κάποτε μικρούλης. εκείνος χαμογέλασε. τον κάθισε στα γόνατα και του είπε όλη την ιστορία. αυτά τα κρυσταλλένια ποτηράκια με το σκάλισμα δεμένο τον κρατούσαν με τη γιαγιά του τη συχωρεμένη. εκείνη πρώτη τ' αγαπούσε και τα νοιάζονταν. τα πρόσεχε σαν κόρη οφθαλμού. μέσα σε κείνα χύθηκαν γλυκόπιοτες όλες οι τρυφερές τους αναμνήσεις. όλα τα γλέντια, οι γιορτές, όλες και οι χαρές. όλες οι πίκρες που είχαν ζήσει. τότε δεν καταλάβαινε καλά. του φάνηκε πως λίγο ο παππούς τα είχε χαμένα. πολύ αργότερα το ένιωσε κι ο ίδιος πεντακάθαρα πως, όταν φύγουν οι ψυχές, οι άνθρωποι συχνά δίνουν αξία στ' άψυχα που λίγη απ' τη ζωή που χάθηκε θυμίζουν.

τα παράτησε όλα και ήρθε. το σπίτι από έξω δεν φαινόταν παραβιασμένο. τον είδε η γειτόνισσα από το παραθύρι κι έτρεξε να τον έβρει. ήταν και λίγο περίεργη. χήρα μονάχη βλέπεις. ανοίξανε την κλειδαμπαρωμένη πόρτα. όλα κανονικά. το σπίτι δε φαινόταν να είχε παραβιαστεί. και τα παράθυρα ήταν όλα σφαλιστά. οι πόρτες από τα δωμάτια κλειστές, όπως τις είχε αφήσει. έμενε μόνο το σαλόνι με το τζάκι. σαν άνοιξαν την πόρτα του, φάνηκε η καταστροφή. τα βρήκαν όλα άνω κάτω. κόκκινες πιτσιλιές πάνω στον τοίχο κι όλα μέσα ρημαδιό. σπασμένη η βιτρίνα και ξεσκισμένα τα καλύμματα επάνω στο μικρό καναπεδάκι. γεμάτος κουτσουλιές ο τόπος όλος. έμειναν να κοιτάζουν με το στόμα ανοιχτό, γεμάτοι έκπληξη. πίσω απ' την κουνιστή την πολυθρόνα βρήκαν νεκρό ένα πουλί. σπασμένες οι φτερούγες του, το σώμα μες στα αίματα. ανάσκελα πεσμένο, τα μάτια είχε ακόμα ανοιχτά. στα νύχια των ποδιών του ξεθυμασμένες κρέμονταν κλωστές, που μαρτυρούσαν πάλη.

έβγαλε ένα μαντήλι απ' την ποδιά της και το σκέπασε. το δύσμοιρο. τρύπωσε φαίνεται στην καπνοδόχο κι έπεσε μες στο τζάκι. παγιδεύτηκε. το δρόμο πίσω για να λυτρωθεί, δεν μπόρεσε να βρει. και μη μπορώντας από πουθενά να δραπετεύσει, άρχισε μόνο του να πέφτει πάνω σε ό,τι έβρισκε. από τη μια ο φόβος, από την άλλη απελπισία. χτυπιόταν μοναχό πάνω στους τοίχους, λες και γινόταν να τους διαπεράσει. ρήμαξε τη μικρή βιτρίνα κι όλα τα ποτηράκια. ξέσκισε τα υφάσματα και μέχρι τέλους πάλευε για να 'βρει τρόπο για να φύγει. απ' τα πολλά χτυπήματα με ματωμένα τα φτερά κατέληξε πίσω απ' την πολυθρόνα του παππού.

"μπούφος ήταν", του είπε η γειτόνισσα. "να βάλετε ένα κάλυμμα τριγύρω από την καμινάδα...εδώ είναι χωριό...μπορεί πάλι να μπει κάποιο πουλί και να ' χετε τα ίδια".

"dirty shoes and broken glass" by Alexeiz