Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2015

το περιστέρι

τον συνάντησε στο μεγάλο γραφείο. πολλά τραπέζια στη σειρά, κόσμος τριγύρω. πολλοί κύριοι και κυρίες παντού. εκείνος ήτανε προσηλωμένος στη δουλειά του. μια στοίβα αριστερά του τα τετράδια, δεξιά χαρτιά, πολλά χαρτιά. τον πλησίασε. μπορούσε τώρα να δει καλύτερα με τι ακριβώς ασχολούνταν.
το δικό του τραπέζι ήταν γεμάτο με  μικρά χαρτόνια λευκά. το καθένα είχε πάνω του ζωγραφισμένο ένα λευκό περιστέρι. εκείνος, με μεγάλη επιδεξιότητα, έκοβε το περίγραμμα κι ελευθέρωνε τα περιστέρια. τα τοποθετούσε μέσα σε ένα καλάθι. τα περισσεύματα των χαρτονιών είχαν πλημμυρίσει το χώρο γύρω του. θα πρέπει να είχε κόψει τουλάχιστον πενήντα. τον πλησίασε διστακτικά κι έμεινε να τον κοιτάζει σιωπηλή. μάλλον ντρεπόταν να του μιλήσει.
κάποια στιγμή εκείνος σήκωσε τα μάτια και την είδε. τα μεγάλα επιδέξια χέρια του ακινητοποιήθηκαν τη στιγμή ακριβώς που πήγαινε να κόψει την ουρά ενός ακόμη περιστεριού. της χαμογέλασε και τι ρώτησε τι θέλει. εκείνη, ξεροκατάπιε και του απάντησε ντροπαλά πως την έστειλε η κυρία της για να της δώσει μία κόλλα από το κουτί της. "και ποια είναι η κυρία σου;", την ρώτησε αυτός κι άφησε κάτω το μικρό του ψαλιδάκι. "η κυρία μου είναι η κυρία Μαρία", του απάντησε βιαστικά και χωρίς να πάρει ανάσα. "μάλιστα!" της αποκρίθηκε εκείνος και σηκώθηκε από τη θέση του.
τον είδε να κινείται προς ένα άλλο τραπέζι κοντά του και ν' ανοίγει το κουτί που βρισκόταν πάνω του. πήρε από μέσα μια κόλλα στικ και το ξαναέκλεισε. επέστρεψε πολύ γρήγορα στην αρχική του θέση. η μικρή περιεργαζόταν με ολοφάνερο ενδιαφέρον τα χαρτονάκια με τα περιστέρια. είχε όμως το νου της και στον ψηλό κύριο με το μούσι που της είχε πει η κυρία της να βρει στο γραφείο. πήρε την κόλλα από τα χέρια του κι έκανε να φύγει. κάτι όμως τη σταμάτησε. ενώ είχε ήδη πάρει το δρόμο της επιστροφής προς την πόρτα, γύρισε πίσω και στάθηκε όσο πιο κοντά μπορούσε στον κύριο που έκοβε τα χάρτινα περιστέρια.
"θα μου δώσετε ένα;" την άκουσε να σιγοψιθυρίζει και να τον κοιτάζει στα μάτια. "ένα περιστέρι;" την κοίταξε εκείνος γεμάτος απορία. "ναι, ένα περιστέρι! τα κόβετε τόσο ωραία!". στάθηκε για μια φορά ακόμη. είχε ολοκληρώσει το τελευταίο περιστέρι κι ετοιμαζόταν να το βάλει μαζί με τα υπόλοιπα στο καλάθι.
"ξέρεις", της απάντησε χαμηλόφωνα, "αυτά τα περιστέρια δεν είναι κανονικά περιστέρια!". "αλλά τι είναι;" επέμενε εκείνη ολοφάνερα εντυπωσιασμένη. "είναι τα περιστέρια της ειρήνης...". η μικρή απογοητεύτηκε και το βλέμμα της συννέφιασε. αυτή η Ειρήνη πρέπει να ήταν πολύ τυχερή που της έκοβαν τόσα πολλά περιστέρια. και τι θα τα έκανε τάχα μου τόσα πολλά; δεν θα μπορούσε άραγε να έχει ένα κι αυτή; γύρισε την πλάτη της στον κύριο κι ετοιμάστηκε να φύγει για δεύτερη φορά.
"στάσου!", την πρόλαβε εκείνος. "συνήθως δε δίνω τα περιστέρια μου από εδώ κι από εκεί, αλλά σε σένα θα δώσω ένα!". έβγαλε ένα από τα έτοιμα που ήταν μέσα στο καλάθι και της το έδωσε. "να μου το προσέχεις το περιστέρι μου", της είπε σοβαρός. άπλωσε το αριστερό της χέρι-στο δεξί κρατούσε την κόλλα-και πήρε πολύ προσεκτικά το περιστέρι. "να είστε σίγουρος! θα το έχω πάντα μαζί μου!".
έφυγε αναψοκοκκινισμένη τρέχοντας. η κυρία της περίμενε την κόλλα. στάθηκε για μια στιγμή στο διάδρομο κι έχωσε με μεγάλη φροντίδα το περιστέρι στη μεγάλη τσέπη από το φόρεμά της. ύστερα έδωσε μια τρεχάλα κι έφτασε λαχανιασμένη στην τάξη της. άνοιξε την πόρτα και μπήκε.

Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2015

ο πιο μεγάλος χορευτής



γεννήθηκε εκεί κάπου στα μέσα της δεκαετίας του '60. σύντομα έγινε το μικρό ξανθό αγοράκι με τα μάτια θάλασσες που η μανούλα του λάτρευε. στις κούνιες οι κυρίες σκουντούσαν η μια την άλλη από θαυμασμό κι όλες ήθελαν να τον αγγίξουν και να τον πάρουν αγκαλιά. εκείνος όμως είχε μάτια μόνο για τη μανούλα. μάτια και μεγάλη αφοσίωση. κι εκείνη τον κρατούσε από το χέρι και του τα έδινε όλα. ο πατέρας του ήταν απόμακρος κι η μεγαλύτερη αδελφή του αδιάφορη. ποτέ δε νοιάστηκε για κείνον. ήταν δυο κόσμοι διαφορετικοί. αλλά δεν τον ένοιαζε. είχε το χέρι της μανούλας να κρατά.

στο σχολείο προβλήματα. δεν τα 'παιρνε τα γράμματα. κολλούσε το μυαλό του στις συλλαβές. αδύνατο να πιάσει το μολύβι. ορνιθοσκαλίσματα τα γραπτά του. δεν πειράζει όμως. η μανούλα από κοντά. η μανούλα τον φρόντιζε. ο μπαμπάς μόνο πλήρωνε για ν' αλλάζει σχολεία. στα χρόνια που ήρθαν έγινε αεικίνητος. αδύνατο να τον καθίσεις κάτω. παιχνίδια ατέλειωτα στο σπίτι και ζημιές. παιχνίδια ατέλειωτα και στο σχολείο. πρώτος έβγαινε από την τάξη, τελευταίος γυρνούσε. τέλειωσε με άγχος το δημοτικό, μπήκε με άγχος στο γυμνάσιο. ένιωθε τα γράμματα σαν μια θηλιά, μια θηλιά που ήθελε να τον πνίξει. δεν πείραζε όμως. η μανούλα ήταν πάντα εκεί. να του μιλάει γλυκά, να τον κοιτάζει στα μάτια, να τον υπερασπίζεται, να του κάνει όλα τα χατίρια. στα μέσα της δεκαετίας του '70 ανακάλυψε τη ντίσκο. και την αγάπησε τρελά. 

γοητεύτηκε από το χορό. εκεί μπορούσε να είναι ο εαυτός του, εκεί μπορούσε ν' ανεχτεί τον εαυτό του. κι άρχισε να χορεύει. ασταμάτητα. τέλειωσε το γυμνάσιο με χίλια ζόρια. το λύκειο φάνταζε ένα ψηλό γυμνό βουνό, που πάνω του γλιστρούσε και διόλου δεν ήθελε ν' ανέβει. πάλι τον πήρε από το χέρι η μανούλα. βρήκε σχολείο ανεκτικό και τον έστειλε. δεν άνοιγε όμως ποτέ βιβλίο. ό,τι έμαθε, το έμαθε από την παράδοση κι αυτό λειψό. έκανε συνέχεια απουσίες. απέναντι είχε ανοίξει μια καινούρια ντίσκο, που λειτουργούσε και τη μέρα. οι κοπάνες απέκτησαν νόημα. έπαιρνε την κολλητή του, το έσκαγαν από τα κάγκελα της περίφραξης του σχολείου και πήγαιναν στη ντίσκο. να χαθούν όλα. είχε το χορό και τη μουσική. τα μεσημέρια γύριζε πίσω. στο πικάπ οι δίσκοι γύριζαν ατέλειωτα. χόρευε κι ονειρευόταν. κι η μανούλα τον φρόντιζε. η μανούλα πάντα τον αγαπούσε.

εκεί στο τέλος της β΄ λυκείου μπήκε η πρώτη τρικλοποδιά. καρκίνος στο στήθος. η μανούλα έφυγε ξαφνικά ένα απόγευμα. η μουσική σταμάτησε. ο κόσμος σταμάτησε. ο πατέρας ανύπαρκτος σε μια σχέση που δεν χτίστηκε ποτέ. η αδελφή μονίμως απούσα. ένιωσε ξαφνικά μόνος στον κόσμο. για πρώτη φορά. έκλαψε, χτυπήθηκε κάτω, παρακάλεσε. δεν τον άκουσε κανείς. δε νοιαζότανε πια κανείς. αρρώστησε με ψηλό πυρετό. και το πήρε απόφαση. ήταν μόνος. με τη μουσική του. η ντίσκο έγινε το δεύτερο σπίτι του και η κολλητή του μια άλλη μανούλα που τον καταλάβαινε. χόρευε μέχρι τελικής πτώσης για να μπορεί να ξεχνά. 

τέλειωσε το λύκειο και πήρε μια βαθιά ανάσα. ποτέ ξανά γράμματα. ο πατέρας ευτυχώς του εξασφάλιζε τα προς το ζειν και ίσως μια δουλειά στην επιχείρησή του αργότερα. ήταν όμως συνέχεια απών. κι αυτό τον πονούσε. αλλά δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. πήγε φαντάρος. η κολλητή από κοντά. δεν την άφηνε ρούπι. περνούσαν καλά μαζί. είχε πάντα μια αγκαλιά για κείνον και μπορούσε να την κοιτάζει στα μάτια. τέλειωσε το στρατιωτικό χωρίς να το καταλάβει. σαν γύρισε σπίτι και πάλι βρήκε τις μουσικές του, βρήκε τα καλά του ρούχα, την κολλητή του και την παρέα από το σχολείο.  του έδωσαν και μια δουλειά στο γραφείο του μπαμπά. τον έβλεπε σπάνια, αλλά τουλάχιστο είχε ένα εισόδημα. είχε και δικό του αυτοκίνητο. η παρέα μέσα και τα βράδια συνέχεια ποτό και χορό. η ζωή ήταν ωραία.

η κολλητή αρραβωνιάστηκε και ο κόσμος βυθίστηκε ξανά. η γκόμενα που είχε στο μεταξύ τού την έσπαγε. δεν την αγαπούσε. εκείνη όμως, η κολλητή, τον ήξερε και τον αγαπούσε. την διεκδίκησε κι ένα Σάββατο βράδυ την παντρεύτηκε. είχε τη σιγουριά του, είχε έναν άνθρωπο δικό του. και χόρευε. συνέχισε να χορεύει μέχρι τελικής πτώσης κάθε Σάββατο βράδυ. δεν ήταν πια μόνος. είχε κι εκείνη. στα 26 έγινε πατέρας. ο γιος του τού έμοιαζε καταπληκτικά. τον πήρε αγκαλιά κι ένιωσε για πρώτη φορά υπεύθυνος. δούλευε σκληρά κι έβγαζε καλά χρήματα. είχε τα ωραία του ρούχα, το δικό του σπίτι με κήπο, τη γυναίκα του κι έναν ζωηρό μπόμπιρα να τρέχει ανάμεσα στα πόδια του. βούλιαξε στις υποχρεώσεις. για να ξεφεύγει πού και πού κλεινόταν στο μικρό δωμάτιο με τους δίσκους και τις μουσικές του, το βασίλειό του. κανείς δεν τον ενοχλούσε εκεί. χόρευε μόνος του όσο του το επέτρεπαν. χόρευε ακόμα.

δεν ήταν ούτε καν τριάντα και η κολλητή του, που είχε γίνει και γυναίκα του, έπαθε κατάθλιψη. βαριά κατάθλιψη. είπαν είναι κληρονομικό. γονάτισε δίπλα της. την έτρεξε παντού, την πήγε σ' όλους τους γιατρούς. εκείνη έπεσε στο κρεβάτι κι άρχισε να παίρνει φάρμακα. εκείνος ανέλαβε τον μικρό. του κρατούσε το χέρι και τον κοιτούσε στα μάτια. ένας γιατρός τους σύστησε να κάνουν και δεύτερο παιδί για ν' ανανεωθεί το ενδιαφέρον της γυναίκας του και να γιατρευτεί. δεν το ήθελε, αλλά το έκανε για κείνη. το δεύτερο παιδί, αγόρι κι εκείνο, ήρθε λίγους μήνες αργότερα. στην αρχή τα πράγματα βελτιώθηκαν. έγινε χίλια κομμάτια. να φροντίζει εκείνη, να φροντίζει τα παιδιά. μόνος του.  κι όταν όλοι κοιμούνταν, εκείνος γλιστρούσε το υπόγειο μικρό δωμάτιό του στα κλεφτά και χόρευε. χόρευε μέχρι που δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια του κι επέστρεφε στο κρεβάτι τους πτώμα.

άντεξε τέσσερα χρόνια να παλεύει μόνος του. η γυναίκα του κατάκοιτη τις πιο πολλές μέρες. τα αγόρια να τον τρελαίνουν. νόμιζε πως θα χάσει το μυαλό του, αλλά πάλευε. πάλευε με νύχια και με δόντια. είχε τη δουλειά του, είχε τα λεφτά του, είχε τη γυναίκα και τα παιδιά του. είχε κι ένα σπίτι με θερμαινόμενη πισίνα στο ισόγειο. δικά του όλα.

ένα πρωί του είπε πως θα πάρει τα παιδιά και θα φύγει. δεν άντεχε μακριά από τη μητέρα της. ήθελε τη βοήθειά της. κοντά της, λέει, ένιωθε μεγαλύτερη ασφάλεια. πήρε τα παιδιά και τον άφησε. τον άφησε μόνο στο μεγάλο τους σπίτι. στο σπίτι που εκείνος είχε φτιάξει για κείνην.

χαλάσματα. τα έχασε και δεν ήξερε πώς ν' αντιδράσει. έμεινε μόνος ν' αναρωτιέται γιατί. ο κόσμος του ερείπια ξανά. την αγαπούσε, αλλά δεν μπορούσε να την γιατρέψει. δεν μπορούσε να είναι μαζί της ξανά. δεν μπορούσε να είναι με καμιά γυναίκα ξανά. όλες του οι αγάπες τον είχαν προδώσει. μόνος στο σπίτι σκεφτόταν όσα είχε, όσα έχασε και τι του είχε πια απομείνει. έπιασε το μπουκάλι της βότκας και το άδειασε στο πάτωμα. έβαλε δυνατά τη μουσική και πέταξε κάτω ένα αναμμένο σπίρτο. άρχισε να χορεύει ξανά σαν τρελός. αυτή του η αγάπη τουλάχιστο δεν τον είχε εγκαταλείψει ποτέ. σε λίγο οι φλόγες τύλιξαν τα έπιπλα, τη ζωή του όλη.