Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2015

ψιχουλάκια

το βλέμμα του στραμμένο στο τραπεζομάντηλο. το γεύμα είχε τελειώσει προ πολλού. οι φίλοι είχαν απολαύσει το φαγάκι του. τίποτα το ιδιαίτερο, αλλά το είχαν όλοι ευχαριστηθεί. αρακάς με κοτόπουλο. η συνταγή της μαμάς του. ένα από τα πολλά που του είχε μάθει. ήταν πάντα το αγαπημένο του φαγητό. κάθε φορά που το μαγείρευε, τη θυμόταν. 
εκείνη, ήταν σκυμμένη πάνω από την κατσαρόλα και του χαμογελούσε. εκείνος, με την ποδιά στο λαιμό, καθισμένος αναπαυτικά, με το πιρούνι όρθιο στο δεξί χέρι. το αριστερό είχε αδράξει το ψωμί. το άσπρο πιάτο μπροστά του έμοιαζε να εκλιπαρεί την προσοχή του. αυτός όμως ήταν χαμένος στα μάτια της. έσταζε αγάπη. η μυρωδιά του γλυκοψημένου φαγητού του τρυπούσε τα ρουθούνια. ξεροκατάπινε. ξανά και ξανά. το γέλιο της παρηγοριά στην αδημονία του. 

πατέρα δεν είχε γνωρίσει. τον έχασαν νωρίς. τους τον πήρε το ποτό και η οικοδομή. τον θυμάται αχνά. ήταν ψηλός, γεροδεμένος κι αξύριστος. τραχύς. η θύμησή του τον τρομάζει ακόμα. λίγες παλιές ξεθωριασμένες φωτογραφίες. ένα μωρό στην αγκαλιά ενός αγρίκου. σκληρό βλέμμα. δεν μπόρεσε να τον αγαπήσει ποτέ του. ούτε καν σαν ανάμνηση. δεν είχε κλείσει τα τρία όταν έφυγε. η μάνα του σπάνια μιλούσε για κείνον. πολύ αργότερα θα μάθαινε ότι την έδερνε και την βασάνιζε και ότι ήταν εθισμένος στο αλκοόλ. ο χαμός του τους βρήκε μαζί κι έτσι μαζί πορεύτηκαν μέχρι το τέλος. ό,τι κατάφερε στη ζωή του, το χρωστούσε σε κείνη. και τον μελωμένο αρακά με κοτόπουλο. ιδίως αυτόν.

οι φίλοι είχαν σηκωθεί από το τραπέζι. τους πρόσφερε ποτό στο μπαλκόνι. η μουσική από το στερεοφωνικό έπαιζε απαλά. απολάμβαναν τη ζεστή φθινοπωρινή νύχτα. τα κεράκια στο ξύλινο τραπεζάκι σκορπούσαν το λιγοστό τους φως στην καταπράσινη βεράντα. άλλη μεγάλη αγάπη. κι αυτή όλη δική της. 
είχε τρέλα η μάνα του με τα φυτά. το μικρό ισόγειο σπιτάκι στη Νέα Σμύρνη που μεγάλωσε, είχε ίσα ίσα δυο δωμάτια. έβλεπε στον ακάλυπτο. θα πρέπει να ήταν ο ωραιότερος ακάλυπτος του κόσμου. με τα πιο όμορφα φυτά. υπήρχαν γλάστρες και γλαστρούλες παντού. τα φρόντιζε όλα ένα ένα και ήξερε τις ανάγκες τους. κάποιο χρειαζόταν περισσότερο φως, άλλο λιγότερο νερό. οι γείτονες από τα ψηλά την αγαπούσαν τη μάνα του. είχε μετατρέψει τον άχαρο χώρο σε πραγματικό παράδεισο. τον διατηρούσε καθαρό και καταπράσινο πάντα. από την άνοιξη έβγαζε έξω κι ένα τραπεζάκι με ένα καρεκλάκι, για να κάθεται και να διαβάζει εκεί τα μαθήματά του. από τους πάνω ορόφους οι γειτόνισσες είχαν το νου τους. εκείνη έφευγε κι έκανε μεροκάματα και τον άφηνε πίσω. έμενε ώρες ολόκληρες μόνος του, αλλά δεν τον ένοιαζε.

μάζεψε βιαστικά το τραπεζομάντηλο και βγήκε στο μπαλκόνι. "πού το πας αυτό;" τον ρώτησε γελώντας η κολλητή του. "εδώ, στο πλάι...., θα τινάξω τα ψίχουλα...". με κινήσεις βιαστικές άφησε το μεγάλο πανί να ξεδιπλωθεί πάνω από την ταράτσα της διπλανής πολυκατοικίας. "μα τι νοικοκύρης! τι νοικοκύρης!", συμπλήρωσαν οι φίλοι του γελώντας. γέλασε κι αυτός. κάθε φορά που ολοκλήρωναν το φαγητό τους, η μητέρα του μάζευε το τραπεζομάντηλο και πήγαινε να το τινάξει στην "αυλή" τους. κατέβαιναν τα πουλάκια κι έτρωγαν τα ψιχουλάκια. την περίμεναν κάθε μέρα την ίδια ώρα. χειμώνα καλοκαίρι. "το ψωμί είναι δικό μας", του έλεγε όλο νόημα η μητέρα, "τα ψίχουλα όμως ανήκουν στα πουλιά! να μην το ξεχνάς!". δεν το ξέχασε ποτέ.  

το μικρό ρετιρέ διαμέρισμά του είχε ένα μεγάλο μπαλκόνι. το γέμισε με φυτά. τα βράδια καθόταν μόνος του κι έβλεπε τα φώτα της μεγάλης πόλης. τον είχε δει να σπουδάζει, να βρίσκει δουλειά, να γίνεται ανεξάρτητος σιγά σιγά. και ήταν περήφανη για κείνον. δεν πρόλαβε το σπίτι του εκεί στα ψηλά. το ένιωθε λίγο σαν βάρος που δεν της χάρισε λίγη από αυτήν την θέα. ήθελε να της δείξει και πόσο καλά τα καταφέρνει κι εκείνος με τα φυτά. "έχεις το πράσινο δάχτυλο", του είπε μια φίλη του. πράγματι. ότι κι αν φύτευε, σπόρος ήταν, κλαδάκι ήταν που είχε σπάσει από κάποιο φυτό που του άρεσε, πάντα κατάφερνε και του έδινε ζωή στη γλάστρα. όπως ακριβώς έκανε κι εκείνη. 
ένας χρόνος πέρασε που την είχε χάσει. μαγείρεψε το αγαπημένο του φαγητό όπως ακριβώς του είχε δείξει. και βγήκε στο μπαλκόνι με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι. εκείνος μπορούσε να δει τη ζωή από ψηλά πια. κι εκείνη θα καμάρωνε. και τα πουλάκια αύριο το πρωί θα έτρωγαν τα ψιχουλάκια που είχε ρίξει στην ταράτσα του γείτονα.