Τετάρτη 22 Ιουνίου 2016

εσύ γιατί κοιτάζεις το φεγγάρι;



έφυγε από το σπίτι κι έκανε αυτό που ήθελε. τον παντρεύτηκε. στο γάμο της δεν πήγε κανείς από την οικογένειά της. κορίτσι αυτή, μοναχοκόρη και είχαν άλλα σχέδια οι γονείς της. ο μπαμπάς ήταν οδηγός στα λεωφορεία και η μαμά της εργαζόταν στον ΟΤΕ. στο σπίτι δεν της έλειψε τίποτα ποτέ. στο σχολείο αρίστευσε. στα γαλλικά η προφορά της γινόταν παράδειγμα για όλους τους συμμαθητές της. "μικρή Γαλλίδα" τη φωνάζαν όλοι. ίσως να έφταιγαν και τα κόκκινα μαλλιά της. προικιό απ’ τη γιαγιά της, που δε γνώρισε. στο πιάνο τα κατάφερνε καλά, θα είχε τελειώσει με άριστα αν δεν έμπαινε στη ζωή της ο έρωτας. στα πολύ μικρά της.

«κατέστρεψες τα όνειρά μας!», της φώναξε η μητέρα της, όταν την είδε να μαζεύει τα πράγματά της. ακόμα το θυμάται. λίγες ώρες πριν της είχε εκμυστηρευτεί τον παράφορο έρωτά της για το νεαρό γιο του δασκάλου της στο πιάνο και την απόφασή της να τον ακολουθήσει. την άφησε με μάτια κατακόκκινα από το κλάμα σε μια καρέκλα στην κουζίνα.  ο πατέρας της ήταν στη δουλειά. βρόντηξε την πόρτα πίσω της κι έτρεξε να χαθεί μες στο μεσημέρι. ήξερε πως δεν θα της το συγχωρούσαν. 

ήξερε όμως ακόμα πως δεν μπορούσε να ζήσει ούτε λεπτό μακριά από τα πράσινα μάτια του με τις μεγάλες βλεφαρίδες και την ψηλόλιγνη κορμοστασιά του. την λίγωνε το άγγιγμά του και ήθελε να τον κάνει δικό της. ήταν ο τρόπος που την κοίταζε. αυτό το βλέμμα το ντροπαλό που έκρυβε την λαχτάρα του και που, κάπου εκεί στο βάθος, την έκανε να νιώθει τη δύναμη του αρσενικού κι ας ήταν μόνο δεκαοχτώ. ήθελε μαζί να δρασκελίσουν την ωριμότητα, ήθελε μαζί να βουτηχτούν στα βαθιά νερά του έρωτα και να βγουν από την άλλη όχθη γυμνοί κι αγκαλιασμένοι. μαζί!

τα πρώτα χρόνια πέρασαν γρήγορα και τους βρήκαν σε υπόγεια να στεγάζουν την αγάπη τους. οι γονείς της την αναζητούσαν παντού κι εκείνη άφαντη. άλλαζε γειτονιές και συνοικίες για να μην την βρουν. εκείνος κατάφερνε να την συντηρεί όπως όπως παίζοντας το βιολί του. μαγευόταν κάθε φορά που τον άκουγε. δεν χόρταινε να τον κοιτάζει να παίζει. τα βόλευαν κι αυτό της έφτανε. ήταν άξιος και πολύ έξυπνος άντρας ο άντρας της. ο δικός της άντρας. κατάφερνε να γοητεύει με το ανυπέρβλητο ταλέντο του στη μουσική κι εκείνη ένιωθε περήφανη. τι κι αν πεινούσε κάποιες φορές. είχε πίστη. πίστη σε κείνον που δεν την πρόδωσε ποτέ.

θα ΄χε κλείσει τα δεκαεπτά όταν παντρεύτηκαν. ξεγέλασαν τον παπά σ’ ένα χωριό που τους καλέσαν για ένα γάμο, τον έπεισαν ότι είναι ορφανή και στεφανώθηκαν ένα μεσημέρι Σαββάτου. κανένας δεν ήταν παρόν εκτός απ’ τους κουμπάρους και την παπαδιά. κουμπάροι ήταν δυο άγνωστοι φερμένοι από το πανηγύρι του χωριού. τους κέρασαν τις μελωδίες του βιολιού κι ανταπέδωσαν μ’ ένα μπουκάλι κόκκινο μεθυστικό κρασί. σαν την αγάπη τους.

το πρώτο τους παιδί ήρθε ένα χρόνο αργότερα. πάνω που είχαν κουραστεί από τα πήγαινε έλα στην επαρχία και το ατέλειωτο κυνηγητό των δικών της, έγινε το θαύμα. κι όπως όλα τα θαύματα, σαν πήρε στην αγκαλιά της το μονάκριβό της, σφάλισε μέσα στα δικά του μάτια την αγάπη της κι έδωσε υπόσχεση  να μην του λείψει τίποτα. τον πήρε αγκαλιά κι ένα απόγευμα Κυριακής τον πήγε σπίτι της. στο πατρικό. τα μάγια λύθηκαν. στη θέα του μικρού οι γονείς της τα ξεχάσαν όλα. ούτε που ρώτησαν πού έγινε ο γάμος ούτε πώς πέρασαν τα πέντε χρόνια μακριά τους. παραδόθηκαν στα μικρά λευκά χεράκια και στο ροδαλό πρόσωπο με τις αδιόρατες φακίδες. 

δυο χρόνια μετά ήρθε κι η κόρη. τους βρήκε σε σπίτι ιδιόκτητο, δώρο των γονιών της. τα χρόνια της οργής είχαν περάσει κι εκείνη είχε γίνει μια μάνα τρυφερή, όπως ταιριάζει σε όλες τις μανούλες. εκείνος συνέχιζε να την σαγηνεύει με τη μουσική του και η αγάπη τους, πιο στερεή από ποτέ, δεν σταματούσε μπρος στις όποιες δυσκολίες. και ήρθαν πολλές. πάρα πολλές. όμως τα ξεχνούσε όλα και χανόταν στις μικρές αγκαλιές των παιδιών της την ημέρα και στη μεγάλη και στιβαρή του άντρα της τα βράδια. ήταν ευτυχισμένη.

τα παιδιά μεγάλωναν και μεγάλωναν. στο σχολείο της είπαν πως ο γιος δεν πολυπαίρνει τα γράμματα. δυσκολεύτηκε να το πιστέψει. τον έτρεξε παντού. εξάντλησε κάθε δυνατότητα. της το ’πανε ορθά κοφτά. οριακή νοημοσύνη. δυσκολεύτηκε να καταλάβει τι σημαίνει. εντάξει δεν ήταν και κάτι πολύ κακό. απλά δεν θα γινόταν ποτέ ο πρώτος μαθητής. θα μπορούσε όμως να μάθει μια τέχνη. ναι, θα μπορούσε. δεν είναι κακό αυτό. καθόλου κακό.

η κόρη αντίθετα μεγάλωνε και γινόταν καλλονή. την πέρασε κι αυτή από τους ίδιους γιατρούς για να είναι σίγουρη. σιγουρεύτηκε. κανένα πρόβλημα. την κοίταζε να μεγαλώνει κι έτρεμε το φυλλοκάρδι της. σκέτη ζωγραφιά. ναι, έτσι ήταν το κορίτσι της. κι έπιανε πουλιά στον αέρα. πανέξυπνη κι ετοιμόλογη. άριστη στα μαθήματα. "πολύ ώριμο παιδί για την ηλικία της", της έλεγαν και της ξαναέλεγαν οι καθηγητές της. "θα πετύχει πολλά στη ζωή της". "μακάρι", ευχόταν μέσα της, μα κάτι πάντα υπήρχε που την φόβιζε στο βλέμμα της. χανόταν ώρες ώρες. και τότε δεν την αναγνώριζε. κλεινόταν στον εαυτό της και την έχανε. 

ο γιος της τελείωσε κακήν κακώς το γυμνάσιο και γράφτηκε σε τεχνική σχολή ειδική για «περιπτώσεις» σαν τη δική του. εκεί θα μάθαινε μια τέχνη. διάλεξε να γίνει υδραυλικός. σαν τους το ανακοίνωσε χάρηκαν. θα είχε μια δουλειά, θα μπορούσε να σταθεί και μόνος στη ζωή. είχε στα μάτια κάτι καθαρό, ήταν ευθύς κι ειλικρινής. δε μιλούσε πολύ, αλλά ήταν δυνατός και είχε πείσμα. ίσως γιατί είχε να μάθει συγκεκριμένα πράγματα. τον μπέρδευαν πάντα τα πολλά λόγια και οι θεωρίες. τίποτα καλλιτεχνικό δεν πήρε απ’ τον πατέρα του, πήρε όμως την καλοσύνη του. και τα μάτια της μητέρας του.

η άλλη, η «μικρή», άρχισε να τους τα χαλά εκεί περίπου που θα τέλειωνε το λύκειο.  τους έζωσαν τα μαύρα φίδια ξαφνικά. μαθήτρια του δεκαοχτώ κι όμως στο πρώτο τρίμηνο έβγαλε κάτω από δεκαπέντε. "χατιρικά της βάλαμε κι αυτούς τους βαθμούς", άκουσε τους καθηγητές της να της λένε, "γιατί υπήρξε εξαιρετική μαθήτρια τις προηγούμενες χρονιές". τι συνέβαινε; μακάρι να 'ξερε! 

στην αρχή το είχε αποδώσει στην εφηβεία και θυμήθηκε τα δικά της. σκεφτήκαν με τον άντρα της να μην την πιέσουν και να την αφήσουν πιο ελεύθερη για να προλάβουν ακραίες αντιδράσεις. η «μικρή» εξαφανιζόταν με τις ώρες και δεν έδινε σημεία ζωής για ώρες ολόκληρες. πού πήγαινε και τι έκανε τους ήταν αδύνατο να το φανταστούν. προσπάθησε ο πατέρας της να την ακολουθήσει, αλλά τον πήρε είδηση και κατάφερε να του ξεφύγει. 

έβαλαν και τον αδελφό να την ψαρέψει, απευθύνθηκαν στις παρέες της στο σχολείο, πήγαν στα στέκια της και ρώτησαν διακριτικά. δεν μπόρεσαν να βγάλουν άκρη. μισόλογα και αοριστολογίες. δεν ήξεραν πώς να φερθούν. στο δεύτερο τρίμηνο κόντεψε να μείνει από απουσίες. αδιανόητο. πού πήγαινε ενώ έφευγε κανονικά το πρωί από το σπίτι; την ρωτούσαν και την ξαναρωτούσαν, αλλά η «μικρή», θυμό γεμάτη, είχε σηκώσει το δικό της μπαϊράκι και λόγο δεν της έπαιρναν. μέχρι που έσκασε το κανόνι.

την είδε κάποιος σε στέκια ναρκομανών να χαριεντίζεται με έναν από δαύτους. κεραυνός εν αιθρία. η κόρη τους είχε μπλεξίματα με ναρκωτικά; τους φαινόταν αδιανόητο. ίσως να κάνει παρέα με κάποιους από εκεί, σκέφτηκαν και δεν τολμούσε να πάει το μυαλό τους στο χειρότερο σενάριο. ήταν ήδη πολύ αργά. η «μικρή» με όλο το θράσος της ανείπωτης ομορφιάς της, αυτής που ξεγελά τους πάντες και τα πάντα, είχε βάλει πλώρη γι’ αλλού και τίποτα δεν την σταματούσε. 

έπεσαν πάνω της μάνα και πατέρας. της μίλησαν όμορφα, προσπάθησαν να την συνετίσουν,  την απείλησαν, τη μάλωσαν, προσπάθησαν ακόμα και να την κλείσουν στο δωμάτιό της. κατάφερνε πάντα να τους ξεγελά με αόριστες υποσχέσεις κι αυτοί ευάλωτοι απ’ την αγάπη τους, πάντοτε υποχωρούσαν. το παιχνίδι ήταν χαμένο.

την έφεραν λίγες μέρες μετά νεκρή, με μια σύριγγα καρφωμένη στο δεξί χέρι. όταν την πρωτοαντίκρισε νόμισε πως ήταν μόνο μια κούκλα που έμοιαζε με την κόρη της. ο αστυνομικός που της εξηγούσε πώς και πού τη βρήκαν, ανοιγόκλεινε απλώς τα χείλη. εκείνη δεν άκουγε πια. το είναι της όλο είχε γίνει κομμάτια. σαν να ράγισε μέσα της κάτι. κάτι που δεν θα ξανακολλούσε ποτέ πια. άνοιξε απλά μια πόρτα κι έφυγε. δραπέτευσε.

 ………………………………………………

τη συναντώ κάθε μέρα πρωί πρωί, την ώρα που βγάζω το σκύλο μου βόλτα. μοιάζει χαμένη. δεν μπορώ να προσδιορίσω ηλικία. τα μαλλιά της είναι λευκά, αχτένιστα κι ανάκατα. φοράει χειμώνα καλοκαίρι ένα λεπτό νυχτικό, πολύ κοντό για την ηλικία της, που αφήνει όλη τη γύμνια του κορμιού της ακάλυπτη. περπατάει αργά και με δυσκολία. θα 'λεγες σέρνεται. γέρνει λίγο στο πλάι, προς τα δεξιά. στα πόδια, που είναι πάντα γυμνά, φοράει κοντά καλτσάκια, ξεχειλωμένα και πολύ άτσαλα βαλμένα. και παντόφλες. άθλιες παντόφλες ξεπατωμένες.  έχει ένα βλέμμα χαμένο που κοιτάζει συνήθως μπροστά. 

δίπλα της στέκεται ένας άντρας. είναι πάντα ο ίδιος άντρας και είναι σίγουρα γιος της γιατί μοιάζουν. είναι ψηλός, μελαχρινός και γεροδεμένος. δείχνει πολύ σίγουρος και το βήμα του είναι αργό, αλλά σταθερό. αυτός φορά συνήθως ρούχα ανάλογα με την εποχή. μερικές φορές καπνίζει, ενώ μια φορά τον είδα που έτρωγε ένα μήλο. την παρακολουθεί με τα μάτια.

περπατούν και οι δυο πάνω κάτω στη μέση του δρόμου και δε μιλούν ποτέ. όταν πολύ σπάνια περάσει κάποιο αυτοκίνητο, της πιάνει τρυφερά το χέρι και την τραβάει προς τη μεριά του, στην άκρη του δρόμου. δείχνει σα να μη θέλει να την ταράξει. εκείνη κάνει έναν μορφασμό αντίδρασης, κουνώντας νευρικά τα χέρια της πέρα δώθε. δε θέλει το άγγιγμά του, κάτι της ψιθυρίζει στο αυτί κι αυτή στο τέλος υποχωρεί και υπακούει. 

προχθές, δεν ξέρω πώς έγινε, αλλά βρεθήκαμε πρόσωπο με πρόσωπο. με κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια σαν κάτι να αναζητούσε και το είχα εγώ. κοκάλωσα στη θέση μου και την άφησα να με προσπεράσει. ένιωσα τη βαριά σκιά της να με αγγίζει. ο άντρας δίπλα της με κοίταξε ατάραχος και κατέβασε το κεφάλι. την ώρα που ετοιμαζόμουν να κάνω το πρώτο βήμα και να απομακρυνθώ, την άκουσα να φωνάζει με φωνή σπαρακτική:

-εσύ, γιατί κοιτάζεις το φεγγάρι;