Τρίτη 12 Απριλίου 2016

στο πίσω δωμάτιο

αγόρασα το δίσκο σου και ο υπάλληλος στο μαγαζί με κοίταζε καλά καλά. "του ποιοτικού, ε;" χαμογέλασα. ναι, του ποιοτικού και του ποιητικού και του μελωδικού και του συναισθηματικού κι άλλα πολλά, σκέφτηκα, αλλά δεν μπήκα στον κόπο να του το πω. δεν θα με καταλάβαινε και θα έπρεπε να δώσω εξηγήσεις, πολλές εξηγήσεις κι εγώ δεν είχα διάθεση και δεν ήθελα ν’ αφιερώσω χρόνο. ο σκοπός μου ένας: να αποκτήσω πάση θυσία και όσο πιο γρήγορα γίνεται τα τραγούδια σου! δεν θα το διαπραγματευόμουν με κανέναν! τελεία και παύλα! δεν θυμάμαι καν από πού βρήκα τα χρήματα που πλήρωσα. 2.500 δραχμές. προφανώς μου τα έδωσε η μητέρα μου...ή μήπως ήταν ο πατέρας μου; τότε τα πράγματα είχαν αξία κι εγώ ήμουν μόλις 18.

κλείστηκα στο δωμάτιο, το πίσω δωμάτιο, το δικό μου, για μέρες. ο δίσκος έπαιζε διαρκώς στο παλιό πικάπ. εγώ μόνο άλλαζα πλευρά κάθε φορά που έφτανε στο τέρμα της αυτή που άκουγα. θυμάμαι ξυπνούσα με τη λαχτάρα να σε ακούσω ξανά και ξανά και ξανά. η φωνή σου είχε γίνει ένα με τους τοίχους του δωματίου μου... έκανε παρέα στη Φάρα Φώσετ, τους ΑΒΒΑ και τον Πόλεμο των άστρων που διακοσμούσαν τους τοίχους. τι κόλλημα κι αυτό! έπαιρνα βιαστικά το πρωινό στην κουζίνα κι έτρεχα στο δωμάτιο. ο δίσκος να παίζει πάλι απ' την αρχή... η μητέρα μου έφευγε κι αυτή στο μαγαζί μας ακολουθώντας τον πατέρα κι εγώ έμενα μόνος μαζί σου. τότε η φωνή δυνάμωνε και μπορούσα να σε ακούω να μου τραγουδάς στο σαλόνι, στο καθιστικό ή και στην τουαλέτα ακόμη, αρκεί η πόρτα του δωματίου μου να ήταν ανοιχτή. το σπίτι ολόκληρο μεταμορφώνονταν σε ένα τεράστιο ηχείο, ένα ηχείο απ’ όπου ακουγόταν μόνο η φωνή σου.

κι αναρωτιόμουν πώς να είσαι στην πραγματικότητα. πώς κοιμάσαι και πώς ξυπνάς. τι φοράς. αν βάζεις ζάχαρη στον καφέ σου ή αν προτιμάς το μέλι στο τσάι σου όπως εγώ... αν τριγυρνάς με μια κούπα στο χέρι με το αγαπημένο σου αχνιστό ρόφημα… αν εκεί που κάθεσαι έχεις δίπλα σου μια κιθάρα, που την γρατζουνάς όλη την ώρα κι αν δοκιμάζεις μια μελωδία που σου ήρθε στο μυαλό, ενώ τρως ένα μήλο. αν νιώθεις κι εσύ ξεχασμένος, όπως εγώ, αν έχεις φίλους ή αν σε αγαπούν τα κορίτσια... δεν μπορεί..., θα πρέπει κι εσύ να νιώθεις πολύ μόνος... πώς διάολε αλλιώς θα μου μιλούσες τόσο βαθιά μέσα στην καρδιά μου με το "Γιο της ερημιάς", αν δεν σε είχε γονατίσει η μοναξιά όπως εμένα;

μπορεί πάλι από την άλλη να ζούσες μια χαρά και να είχες βρει κι άλλους σαν εσένα και να περνούσατε καλά. να κάνατε παρέα και να βγαίνατε έξω για καφέ ή για ποτό συχνά. σε φανταζόμουν να γυρνάς ξημερώματα σπίτι σου ψιλομεθυσμένος... κι έμενες σ’ ένα παλιό αρχοντικό σπίτι, μ’ ένα μεγάλο, θολό καθρέπτη στην είσοδο… έριχνες πάντα μια κλεφτή ματιά μπαίνοντας. και μετά κρυβόσουν στου δωματίου σου την αγκαλιά. πώς να ήταν το κρεβάτι σου άραγε;

ποιος μπορεί να ήσουν στ' αλήθεια; πώς μπορούσες να μιλάς για πράγματα τόσο δικά μου, χωρίς να με ξέρεις; πώς μπορούσες να με περιγράφεις τόσο καλά και γιατί, γιατί αυτές οι μελωδίες, αυτοί οι στίχοι, μου μιλούσαν απευθείας στην καρδιά;

ο δίσκος σου απέκτησε γρατζουνιές. το είχα παρακάνει σε μερικά τραγούδια. οι φίλοι μου γελούσαν μαζί μου. τους μιλούσα για σένα σα να σε ήξερα. δεν πίστευαν στ’ αφτιά τους. εγώ που είχα μανία με την ξένη μουσική, είχα πάθει ένα κόλλημα τρελό με τα τραγούδια σου. σταμάτησαν κάποια στιγμή να μου δίνουν σημασία, με βαρέθηκαν. σταμάτησα να τους μιλάω για σένα. κανείς δεν καταλάβαινε. δυο κόσμοι.

στο σπίτι η θήκη μπήκε σε ζελατίνα ειδική, προστατευτική, για να μη χαλάσει το εξώφυλλο. συνέχισες να με κοιτάζεις μέσα απ’ τα γυαλιά. συνέχιζα να σε ακούω. τώρα πια τις πιο μικρές ώρες. στα χαμηλά. όταν ήμουν μόνος. στο σκοτάδι. καπνίζεις; εγώ όχι.

και η ζωή προχώρησε. μας προσπέρασε. ο δίσκος γλίστρησε ανάμεσα σε άλλους πολλούς. δεν σε άκουγα πια. ζούσα.