Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015

το κόκκινο λουλούδι

"θα πέσεις κάτω να κοιμηθείς σε πάτωμα ξύλινο. θα' ναι μεσάνυχτα, θα 'ναι πανσέληνος και θα' χεις μόλις κάψει δίπλα σου ένα κόκκινο λουλούδι. να μην είναι τριαντάφυλλο. κάποιο άλλο. οποιοδήποτε που να μην έχει αγκάθια. θα δεις που θα ξυπνήσεις και θα κυλάει δίπλα σου νερό. θα νιώσεις την υγρασία του. μη σηκωθείς από τη θέση σου. άσε τις άκρες απ' τα δάχτυλά σου να νιώσουν την παρουσία του υγρού και κλείσε πάλι τα μάτια. θα δεις θα σε νανουρίσει και θα κοιμηθείς ξανά αμέσως. θ΄ακούσεις ψιθύρους στο προσκεφάλι σου. μη φοβηθείς. είναι εκεί για σένα. θα ξυπνήσεις ξανά σε μια σπηλιά. θ' ακούσεις από μακριά τον ήχο των σταγόνων. μια αγωνία θα σε κυριεύσει. μην τρομάξεις. θα σηκωθείς. θα είναι μισοσκόταδο και ίσως δεν θα μπορείς να σταθείς όρθιος. δεν πειράζει. εσύ πήγαινε προς τη φωτιά. θα δεις κάπου κοντά σου θα καίει μια φωτιά. μέσα στη σπηλιά. μια φωτιά χωρίς ξύλα. μέσα σε ένα κύκλο από μαύρες πέτρες. να την βρεις και να κάτσεις στο πλάι της. εκεί που θα καθίσεις, το λιγοστό το φως μια πέτρα κίτρινη θα σου φανερώσει. κίτρινη, κατακίτρινη σαν κιμωλία. πάρ' την στα χέρια σου και τρίψ' την πάνω τους. τα χέρια σου θα τα λούσει το φως της. αμέσως μετά πέταξε την πέτρα στη φωτιά και ξάπλωσε δίπλα της. η φωτιά θα δυναμώσει, θα πετάξει σπίθες και σκιές στα τοιχώματα της σπηλιάς. θα δεις μορφές παράξενες να σχηματίζονται τριγύρω σου. εσύ θα είσαι ασφαλής. θα κλείσεις πάλι τα μάτια. θα ξανακοιμηθείς. θα ξυπνήσεις ξανά και το κρεβάτι σου θα βρίσκεται στη μέση της ερήμου. θα φυσάει απαλά και θα ξημερώνει. θα είναι μια ρόδινη ανατολή. τότε, θα 'ρθει από μακριά προς το μέρος σου μια φιγούρα. όλο θα έρχεται και θα έρχεται και ποτέ δεν θα σε πλησιάζει. παρατήρησέ την προσεκτικά. με κάθε λεπτομέρεια. πρέπει να μείνεις, να την παρατηρείς. να γεμίσει το μυαλό σου από την εικόνα της. να γραφτεί μέσα σου. θα το καταλάβεις γιατί τότε μοναχά θα χαθεί. θα ξυπνήσεις το πρωί και δεν θα θυμάσαι τίποτα. όλες οι εικόνες θα ξεχαστούν. όλα όσα ένιωσες θα σβήσουν. μια μέρα, που θα είναι πάλι πανσέληνος, θα συναντήσεις αυτό το πρόσωπο. θα το αναγνωρίσεις. θα είναι η αγάπη της ζωής σου."



Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2015

το περιστέρι

τον συνάντησε στο μεγάλο γραφείο. πολλά τραπέζια στη σειρά, κόσμος τριγύρω. πολλοί κύριοι και κυρίες παντού. εκείνος ήτανε προσηλωμένος στη δουλειά του. μια στοίβα αριστερά του τα τετράδια, δεξιά χαρτιά, πολλά χαρτιά. τον πλησίασε. μπορούσε τώρα να δει καλύτερα με τι ακριβώς ασχολούνταν.
το δικό του τραπέζι ήταν γεμάτο με  μικρά χαρτόνια λευκά. το καθένα είχε πάνω του ζωγραφισμένο ένα λευκό περιστέρι. εκείνος, με μεγάλη επιδεξιότητα, έκοβε το περίγραμμα κι ελευθέρωνε τα περιστέρια. τα τοποθετούσε μέσα σε ένα καλάθι. τα περισσεύματα των χαρτονιών είχαν πλημμυρίσει το χώρο γύρω του. θα πρέπει να είχε κόψει τουλάχιστον πενήντα. τον πλησίασε διστακτικά κι έμεινε να τον κοιτάζει σιωπηλή. μάλλον ντρεπόταν να του μιλήσει.
κάποια στιγμή εκείνος σήκωσε τα μάτια και την είδε. τα μεγάλα επιδέξια χέρια του ακινητοποιήθηκαν τη στιγμή ακριβώς που πήγαινε να κόψει την ουρά ενός ακόμη περιστεριού. της χαμογέλασε και τι ρώτησε τι θέλει. εκείνη, ξεροκατάπιε και του απάντησε ντροπαλά πως την έστειλε η κυρία της για να της δώσει μία κόλλα από το κουτί της. "και ποια είναι η κυρία σου;", την ρώτησε αυτός κι άφησε κάτω το μικρό του ψαλιδάκι. "η κυρία μου είναι η κυρία Μαρία", του απάντησε βιαστικά και χωρίς να πάρει ανάσα. "μάλιστα!" της αποκρίθηκε εκείνος και σηκώθηκε από τη θέση του.
τον είδε να κινείται προς ένα άλλο τραπέζι κοντά του και ν' ανοίγει το κουτί που βρισκόταν πάνω του. πήρε από μέσα μια κόλλα στικ και το ξαναέκλεισε. επέστρεψε πολύ γρήγορα στην αρχική του θέση. η μικρή περιεργαζόταν με ολοφάνερο ενδιαφέρον τα χαρτονάκια με τα περιστέρια. είχε όμως το νου της και στον ψηλό κύριο με το μούσι που της είχε πει η κυρία της να βρει στο γραφείο. πήρε την κόλλα από τα χέρια του κι έκανε να φύγει. κάτι όμως τη σταμάτησε. ενώ είχε ήδη πάρει το δρόμο της επιστροφής προς την πόρτα, γύρισε πίσω και στάθηκε όσο πιο κοντά μπορούσε στον κύριο που έκοβε τα χάρτινα περιστέρια.
"θα μου δώσετε ένα;" την άκουσε να σιγοψιθυρίζει και να τον κοιτάζει στα μάτια. "ένα περιστέρι;" την κοίταξε εκείνος γεμάτος απορία. "ναι, ένα περιστέρι! τα κόβετε τόσο ωραία!". στάθηκε για μια φορά ακόμη. είχε ολοκληρώσει το τελευταίο περιστέρι κι ετοιμαζόταν να το βάλει μαζί με τα υπόλοιπα στο καλάθι.
"ξέρεις", της απάντησε χαμηλόφωνα, "αυτά τα περιστέρια δεν είναι κανονικά περιστέρια!". "αλλά τι είναι;" επέμενε εκείνη ολοφάνερα εντυπωσιασμένη. "είναι τα περιστέρια της ειρήνης...". η μικρή απογοητεύτηκε και το βλέμμα της συννέφιασε. αυτή η Ειρήνη πρέπει να ήταν πολύ τυχερή που της έκοβαν τόσα πολλά περιστέρια. και τι θα τα έκανε τάχα μου τόσα πολλά; δεν θα μπορούσε άραγε να έχει ένα κι αυτή; γύρισε την πλάτη της στον κύριο κι ετοιμάστηκε να φύγει για δεύτερη φορά.
"στάσου!", την πρόλαβε εκείνος. "συνήθως δε δίνω τα περιστέρια μου από εδώ κι από εκεί, αλλά σε σένα θα δώσω ένα!". έβγαλε ένα από τα έτοιμα που ήταν μέσα στο καλάθι και της το έδωσε. "να μου το προσέχεις το περιστέρι μου", της είπε σοβαρός. άπλωσε το αριστερό της χέρι-στο δεξί κρατούσε την κόλλα-και πήρε πολύ προσεκτικά το περιστέρι. "να είστε σίγουρος! θα το έχω πάντα μαζί μου!".
έφυγε αναψοκοκκινισμένη τρέχοντας. η κυρία της περίμενε την κόλλα. στάθηκε για μια στιγμή στο διάδρομο κι έχωσε με μεγάλη φροντίδα το περιστέρι στη μεγάλη τσέπη από το φόρεμά της. ύστερα έδωσε μια τρεχάλα κι έφτασε λαχανιασμένη στην τάξη της. άνοιξε την πόρτα και μπήκε.

Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2015

ο πιο μεγάλος χορευτής



γεννήθηκε εκεί κάπου στα μέσα της δεκαετίας του '60. σύντομα έγινε το μικρό ξανθό αγοράκι με τα μάτια θάλασσες που η μανούλα του λάτρευε. στις κούνιες οι κυρίες σκουντούσαν η μια την άλλη από θαυμασμό κι όλες ήθελαν να τον αγγίξουν και να τον πάρουν αγκαλιά. εκείνος όμως είχε μάτια μόνο για τη μανούλα. μάτια και μεγάλη αφοσίωση. κι εκείνη τον κρατούσε από το χέρι και του τα έδινε όλα. ο πατέρας του ήταν απόμακρος κι η μεγαλύτερη αδελφή του αδιάφορη. ποτέ δε νοιάστηκε για κείνον. ήταν δυο κόσμοι διαφορετικοί. αλλά δεν τον ένοιαζε. είχε το χέρι της μανούλας να κρατά.

στο σχολείο προβλήματα. δεν τα 'παιρνε τα γράμματα. κολλούσε το μυαλό του στις συλλαβές. αδύνατο να πιάσει το μολύβι. ορνιθοσκαλίσματα τα γραπτά του. δεν πειράζει όμως. η μανούλα από κοντά. η μανούλα τον φρόντιζε. ο μπαμπάς μόνο πλήρωνε για ν' αλλάζει σχολεία. στα χρόνια που ήρθαν έγινε αεικίνητος. αδύνατο να τον καθίσεις κάτω. παιχνίδια ατέλειωτα στο σπίτι και ζημιές. παιχνίδια ατέλειωτα και στο σχολείο. πρώτος έβγαινε από την τάξη, τελευταίος γυρνούσε. τέλειωσε με άγχος το δημοτικό, μπήκε με άγχος στο γυμνάσιο. ένιωθε τα γράμματα σαν μια θηλιά, μια θηλιά που ήθελε να τον πνίξει. δεν πείραζε όμως. η μανούλα ήταν πάντα εκεί. να του μιλάει γλυκά, να τον κοιτάζει στα μάτια, να τον υπερασπίζεται, να του κάνει όλα τα χατίρια. στα μέσα της δεκαετίας του '70 ανακάλυψε τη ντίσκο. και την αγάπησε τρελά. 

γοητεύτηκε από το χορό. εκεί μπορούσε να είναι ο εαυτός του, εκεί μπορούσε ν' ανεχτεί τον εαυτό του. κι άρχισε να χορεύει. ασταμάτητα. τέλειωσε το γυμνάσιο με χίλια ζόρια. το λύκειο φάνταζε ένα ψηλό γυμνό βουνό, που πάνω του γλιστρούσε και διόλου δεν ήθελε ν' ανέβει. πάλι τον πήρε από το χέρι η μανούλα. βρήκε σχολείο ανεκτικό και τον έστειλε. δεν άνοιγε όμως ποτέ βιβλίο. ό,τι έμαθε, το έμαθε από την παράδοση κι αυτό λειψό. έκανε συνέχεια απουσίες. απέναντι είχε ανοίξει μια καινούρια ντίσκο, που λειτουργούσε και τη μέρα. οι κοπάνες απέκτησαν νόημα. έπαιρνε την κολλητή του, το έσκαγαν από τα κάγκελα της περίφραξης του σχολείου και πήγαιναν στη ντίσκο. να χαθούν όλα. είχε το χορό και τη μουσική. τα μεσημέρια γύριζε πίσω. στο πικάπ οι δίσκοι γύριζαν ατέλειωτα. χόρευε κι ονειρευόταν. κι η μανούλα τον φρόντιζε. η μανούλα πάντα τον αγαπούσε.

εκεί στο τέλος της β΄ λυκείου μπήκε η πρώτη τρικλοποδιά. καρκίνος στο στήθος. η μανούλα έφυγε ξαφνικά ένα απόγευμα. η μουσική σταμάτησε. ο κόσμος σταμάτησε. ο πατέρας ανύπαρκτος σε μια σχέση που δεν χτίστηκε ποτέ. η αδελφή μονίμως απούσα. ένιωσε ξαφνικά μόνος στον κόσμο. για πρώτη φορά. έκλαψε, χτυπήθηκε κάτω, παρακάλεσε. δεν τον άκουσε κανείς. δε νοιαζότανε πια κανείς. αρρώστησε με ψηλό πυρετό. και το πήρε απόφαση. ήταν μόνος. με τη μουσική του. η ντίσκο έγινε το δεύτερο σπίτι του και η κολλητή του μια άλλη μανούλα που τον καταλάβαινε. χόρευε μέχρι τελικής πτώσης για να μπορεί να ξεχνά. 

τέλειωσε το λύκειο και πήρε μια βαθιά ανάσα. ποτέ ξανά γράμματα. ο πατέρας ευτυχώς του εξασφάλιζε τα προς το ζειν και ίσως μια δουλειά στην επιχείρησή του αργότερα. ήταν όμως συνέχεια απών. κι αυτό τον πονούσε. αλλά δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. πήγε φαντάρος. η κολλητή από κοντά. δεν την άφηνε ρούπι. περνούσαν καλά μαζί. είχε πάντα μια αγκαλιά για κείνον και μπορούσε να την κοιτάζει στα μάτια. τέλειωσε το στρατιωτικό χωρίς να το καταλάβει. σαν γύρισε σπίτι και πάλι βρήκε τις μουσικές του, βρήκε τα καλά του ρούχα, την κολλητή του και την παρέα από το σχολείο.  του έδωσαν και μια δουλειά στο γραφείο του μπαμπά. τον έβλεπε σπάνια, αλλά τουλάχιστο είχε ένα εισόδημα. είχε και δικό του αυτοκίνητο. η παρέα μέσα και τα βράδια συνέχεια ποτό και χορό. η ζωή ήταν ωραία.

η κολλητή αρραβωνιάστηκε και ο κόσμος βυθίστηκε ξανά. η γκόμενα που είχε στο μεταξύ τού την έσπαγε. δεν την αγαπούσε. εκείνη όμως, η κολλητή, τον ήξερε και τον αγαπούσε. την διεκδίκησε κι ένα Σάββατο βράδυ την παντρεύτηκε. είχε τη σιγουριά του, είχε έναν άνθρωπο δικό του. και χόρευε. συνέχισε να χορεύει μέχρι τελικής πτώσης κάθε Σάββατο βράδυ. δεν ήταν πια μόνος. είχε κι εκείνη. στα 26 έγινε πατέρας. ο γιος του τού έμοιαζε καταπληκτικά. τον πήρε αγκαλιά κι ένιωσε για πρώτη φορά υπεύθυνος. δούλευε σκληρά κι έβγαζε καλά χρήματα. είχε τα ωραία του ρούχα, το δικό του σπίτι με κήπο, τη γυναίκα του κι έναν ζωηρό μπόμπιρα να τρέχει ανάμεσα στα πόδια του. βούλιαξε στις υποχρεώσεις. για να ξεφεύγει πού και πού κλεινόταν στο μικρό δωμάτιο με τους δίσκους και τις μουσικές του, το βασίλειό του. κανείς δεν τον ενοχλούσε εκεί. χόρευε μόνος του όσο του το επέτρεπαν. χόρευε ακόμα.

δεν ήταν ούτε καν τριάντα και η κολλητή του, που είχε γίνει και γυναίκα του, έπαθε κατάθλιψη. βαριά κατάθλιψη. είπαν είναι κληρονομικό. γονάτισε δίπλα της. την έτρεξε παντού, την πήγε σ' όλους τους γιατρούς. εκείνη έπεσε στο κρεβάτι κι άρχισε να παίρνει φάρμακα. εκείνος ανέλαβε τον μικρό. του κρατούσε το χέρι και τον κοιτούσε στα μάτια. ένας γιατρός τους σύστησε να κάνουν και δεύτερο παιδί για ν' ανανεωθεί το ενδιαφέρον της γυναίκας του και να γιατρευτεί. δεν το ήθελε, αλλά το έκανε για κείνη. το δεύτερο παιδί, αγόρι κι εκείνο, ήρθε λίγους μήνες αργότερα. στην αρχή τα πράγματα βελτιώθηκαν. έγινε χίλια κομμάτια. να φροντίζει εκείνη, να φροντίζει τα παιδιά. μόνος του.  κι όταν όλοι κοιμούνταν, εκείνος γλιστρούσε το υπόγειο μικρό δωμάτιό του στα κλεφτά και χόρευε. χόρευε μέχρι που δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια του κι επέστρεφε στο κρεβάτι τους πτώμα.

άντεξε τέσσερα χρόνια να παλεύει μόνος του. η γυναίκα του κατάκοιτη τις πιο πολλές μέρες. τα αγόρια να τον τρελαίνουν. νόμιζε πως θα χάσει το μυαλό του, αλλά πάλευε. πάλευε με νύχια και με δόντια. είχε τη δουλειά του, είχε τα λεφτά του, είχε τη γυναίκα και τα παιδιά του. είχε κι ένα σπίτι με θερμαινόμενη πισίνα στο ισόγειο. δικά του όλα.

ένα πρωί του είπε πως θα πάρει τα παιδιά και θα φύγει. δεν άντεχε μακριά από τη μητέρα της. ήθελε τη βοήθειά της. κοντά της, λέει, ένιωθε μεγαλύτερη ασφάλεια. πήρε τα παιδιά και τον άφησε. τον άφησε μόνο στο μεγάλο τους σπίτι. στο σπίτι που εκείνος είχε φτιάξει για κείνην.

χαλάσματα. τα έχασε και δεν ήξερε πώς ν' αντιδράσει. έμεινε μόνος ν' αναρωτιέται γιατί. ο κόσμος του ερείπια ξανά. την αγαπούσε, αλλά δεν μπορούσε να την γιατρέψει. δεν μπορούσε να είναι μαζί της ξανά. δεν μπορούσε να είναι με καμιά γυναίκα ξανά. όλες του οι αγάπες τον είχαν προδώσει. μόνος στο σπίτι σκεφτόταν όσα είχε, όσα έχασε και τι του είχε πια απομείνει. έπιασε το μπουκάλι της βότκας και το άδειασε στο πάτωμα. έβαλε δυνατά τη μουσική και πέταξε κάτω ένα αναμμένο σπίρτο. άρχισε να χορεύει ξανά σαν τρελός. αυτή του η αγάπη τουλάχιστο δεν τον είχε εγκαταλείψει ποτέ. σε λίγο οι φλόγες τύλιξαν τα έπιπλα, τη ζωή του όλη.



Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2015

ψιχουλάκια

το βλέμμα του στραμμένο στο τραπεζομάντηλο. το γεύμα είχε τελειώσει προ πολλού. οι φίλοι είχαν απολαύσει το φαγάκι του. τίποτα το ιδιαίτερο, αλλά το είχαν όλοι ευχαριστηθεί. αρακάς με κοτόπουλο. η συνταγή της μαμάς του. ένα από τα πολλά που του είχε μάθει. ήταν πάντα το αγαπημένο του φαγητό. κάθε φορά που το μαγείρευε, τη θυμόταν. 
εκείνη, ήταν σκυμμένη πάνω από την κατσαρόλα και του χαμογελούσε. εκείνος, με την ποδιά στο λαιμό, καθισμένος αναπαυτικά, με το πιρούνι όρθιο στο δεξί χέρι. το αριστερό είχε αδράξει το ψωμί. το άσπρο πιάτο μπροστά του έμοιαζε να εκλιπαρεί την προσοχή του. αυτός όμως ήταν χαμένος στα μάτια της. έσταζε αγάπη. η μυρωδιά του γλυκοψημένου φαγητού του τρυπούσε τα ρουθούνια. ξεροκατάπινε. ξανά και ξανά. το γέλιο της παρηγοριά στην αδημονία του. 

πατέρα δεν είχε γνωρίσει. τον έχασαν νωρίς. τους τον πήρε το ποτό και η οικοδομή. τον θυμάται αχνά. ήταν ψηλός, γεροδεμένος κι αξύριστος. τραχύς. η θύμησή του τον τρομάζει ακόμα. λίγες παλιές ξεθωριασμένες φωτογραφίες. ένα μωρό στην αγκαλιά ενός αγρίκου. σκληρό βλέμμα. δεν μπόρεσε να τον αγαπήσει ποτέ του. ούτε καν σαν ανάμνηση. δεν είχε κλείσει τα τρία όταν έφυγε. η μάνα του σπάνια μιλούσε για κείνον. πολύ αργότερα θα μάθαινε ότι την έδερνε και την βασάνιζε και ότι ήταν εθισμένος στο αλκοόλ. ο χαμός του τους βρήκε μαζί κι έτσι μαζί πορεύτηκαν μέχρι το τέλος. ό,τι κατάφερε στη ζωή του, το χρωστούσε σε κείνη. και τον μελωμένο αρακά με κοτόπουλο. ιδίως αυτόν.

οι φίλοι είχαν σηκωθεί από το τραπέζι. τους πρόσφερε ποτό στο μπαλκόνι. η μουσική από το στερεοφωνικό έπαιζε απαλά. απολάμβαναν τη ζεστή φθινοπωρινή νύχτα. τα κεράκια στο ξύλινο τραπεζάκι σκορπούσαν το λιγοστό τους φως στην καταπράσινη βεράντα. άλλη μεγάλη αγάπη. κι αυτή όλη δική της. 
είχε τρέλα η μάνα του με τα φυτά. το μικρό ισόγειο σπιτάκι στη Νέα Σμύρνη που μεγάλωσε, είχε ίσα ίσα δυο δωμάτια. έβλεπε στον ακάλυπτο. θα πρέπει να ήταν ο ωραιότερος ακάλυπτος του κόσμου. με τα πιο όμορφα φυτά. υπήρχαν γλάστρες και γλαστρούλες παντού. τα φρόντιζε όλα ένα ένα και ήξερε τις ανάγκες τους. κάποιο χρειαζόταν περισσότερο φως, άλλο λιγότερο νερό. οι γείτονες από τα ψηλά την αγαπούσαν τη μάνα του. είχε μετατρέψει τον άχαρο χώρο σε πραγματικό παράδεισο. τον διατηρούσε καθαρό και καταπράσινο πάντα. από την άνοιξη έβγαζε έξω κι ένα τραπεζάκι με ένα καρεκλάκι, για να κάθεται και να διαβάζει εκεί τα μαθήματά του. από τους πάνω ορόφους οι γειτόνισσες είχαν το νου τους. εκείνη έφευγε κι έκανε μεροκάματα και τον άφηνε πίσω. έμενε ώρες ολόκληρες μόνος του, αλλά δεν τον ένοιαζε.

μάζεψε βιαστικά το τραπεζομάντηλο και βγήκε στο μπαλκόνι. "πού το πας αυτό;" τον ρώτησε γελώντας η κολλητή του. "εδώ, στο πλάι...., θα τινάξω τα ψίχουλα...". με κινήσεις βιαστικές άφησε το μεγάλο πανί να ξεδιπλωθεί πάνω από την ταράτσα της διπλανής πολυκατοικίας. "μα τι νοικοκύρης! τι νοικοκύρης!", συμπλήρωσαν οι φίλοι του γελώντας. γέλασε κι αυτός. κάθε φορά που ολοκλήρωναν το φαγητό τους, η μητέρα του μάζευε το τραπεζομάντηλο και πήγαινε να το τινάξει στην "αυλή" τους. κατέβαιναν τα πουλάκια κι έτρωγαν τα ψιχουλάκια. την περίμεναν κάθε μέρα την ίδια ώρα. χειμώνα καλοκαίρι. "το ψωμί είναι δικό μας", του έλεγε όλο νόημα η μητέρα, "τα ψίχουλα όμως ανήκουν στα πουλιά! να μην το ξεχνάς!". δεν το ξέχασε ποτέ.  

το μικρό ρετιρέ διαμέρισμά του είχε ένα μεγάλο μπαλκόνι. το γέμισε με φυτά. τα βράδια καθόταν μόνος του κι έβλεπε τα φώτα της μεγάλης πόλης. τον είχε δει να σπουδάζει, να βρίσκει δουλειά, να γίνεται ανεξάρτητος σιγά σιγά. και ήταν περήφανη για κείνον. δεν πρόλαβε το σπίτι του εκεί στα ψηλά. το ένιωθε λίγο σαν βάρος που δεν της χάρισε λίγη από αυτήν την θέα. ήθελε να της δείξει και πόσο καλά τα καταφέρνει κι εκείνος με τα φυτά. "έχεις το πράσινο δάχτυλο", του είπε μια φίλη του. πράγματι. ότι κι αν φύτευε, σπόρος ήταν, κλαδάκι ήταν που είχε σπάσει από κάποιο φυτό που του άρεσε, πάντα κατάφερνε και του έδινε ζωή στη γλάστρα. όπως ακριβώς έκανε κι εκείνη. 
ένας χρόνος πέρασε που την είχε χάσει. μαγείρεψε το αγαπημένο του φαγητό όπως ακριβώς του είχε δείξει. και βγήκε στο μπαλκόνι με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι. εκείνος μπορούσε να δει τη ζωή από ψηλά πια. κι εκείνη θα καμάρωνε. και τα πουλάκια αύριο το πρωί θα έτρωγαν τα ψιχουλάκια που είχε ρίξει στην ταράτσα του γείτονα.

Τετάρτη 26 Αυγούστου 2015

το πικάπ




...εμείς εδώ ξέρετε έχουμε το εξοχικό μας κι ερχόμαστε από τη δεκαετία του 70. τότε ο γιος μου ήταν ακόμη παλικαράκι κι άκουγε αυτή την μουσική. είχαμε ένα παλιό πικάπ και του αγοράζαμε δίσκους. είχαμε κι  ένα μεγάλο σκύλο που τον φωνάζαμε Μπομπ και μια γατούλα που την ταΐζαμε κι έμενε στον κήπο. την λέγαμε Καλίτσα γιατί ήταν πολύ καλή γατούλα. κάθε φορά που βγάζαμε βόλτα τον Μπομπ ερχόταν κι αυτή μαζί μας. το 'χετε ξαναδεί αυτό; μπροστά ο σκύλος κι από πίσω η γάτα. είχανε πολύ γούστο! τότε εδώ που βλέπετε αυτά τα σπίτια ήταν χωράφια και μόνο ο πάνω κεντρικός δρόμος είχε άσφαλτο. ερχόμασταν τα καλοκαίρια και ηρεμούσε η ψυχή μας. έβαζε και το παιδί τη μουσική δυνατά και το φχαριστιόταν. καημό το είχε γιατί μέναμε σε πολυκατοικία στο Παγκράτι κι όλο σουτ και σουτ του έλεγαν οι γείτονες όταν άκουγε τα τραγούδια που αγαπούσε δυνατά. χτυπούσαν τον τοίχο και μας έκαναν παρατηρήσεις όλη την ώρα. την λάτρευε την μουσική ξέρετε ο γιος μου. ήθελε να γίνει μουσικός. και τα ζώα πολύ τα αγαπούσε. όταν τον χάσαμε το 87, χάσαμε τον κόσμο όλο. μας έμειναν μόνο αυτοί οι δίσκοι. δεν τους έδωσα ποτέ κι ας μου έλεγε ο άντρας μου. εμένα μου αρέσει να τους ακούω πού και πού. έτσι δυνατά όπως τους άκουγε κι εκείνος. είναι σα να τον έχω εδώ τα βράδια. μερικές φορές νομίζω πως τον ακούω κιόλας να τριγυρίζει μέσα στο δωμάτιο. πέρασαν τα χρόνια και γέρασα, παιδί μου. ελπίζω μόνο να μην σας ενοχλώ. είναι που κάνει πολλή ησυχία κι έχουν φύγει όλοι τέτοια εποχή. να με συγχωρείτε...

Δευτέρα 10 Αυγούστου 2015

ο καθρέπτης


μισούσε τους καθρέπτες και τους φοβόταν. ήταν κάτι που το είχε από μικρή. στο πατρικό της δεν είχε χειρότερο από το να στηθεί μπροστά στον μεγάλο καθρέπτη του μπάνιου, για να της χτενίσει η μαμά τα μαλλιά της και να της βάλει την κορδέλα. δινόταν μάχη κάθε φορά. μάχη που κατέληγε σε κλάματα. δεν ήθελε να βλέπει το πρόσωπό της. δεν ήθελε να βλέπει πως μεγαλώνει. ήθελε να μείνει μικρή! όταν το εξομολογήθηκε στη μητέρα της, εκείνη βούρκωσε, την πήρε στην αγκαλιά της και της υποσχέθηκε να την κρατήσει μακριά από τους καθρέπτες για πάντα.

δυστυχώς όμως για κείνη στο σπίτι τους υπήρχαν ήδη αρκετοί καθρέπτες σε περίοπτες θέσεις. καθρέπτης στην είσοδο, καθρέπτης στη μεγάλη τραπεζαρία, καθρέπτης  στο μπάνιο, καθρέπτης στην κρεβατοκάμαρα των γονιών της, καθρέπτης ακόμα και στην κουζίνα πάνω στην εταζέρα! ένιωθε διαρκώς ότι υπήρχαν παντού μάτια. μάτια που την κοίταζαν. μάτια που την παρακολουθούσαν. και όσο ήταν μικρή και δεν τους έφτανε, υπήρχε πρόβλημα μόνο όταν την ανέβαζαν πάνω στο ξύλινο σκαμπό για να της προβάρει η μοδίστρα τα φορεματάκια που της έραβε  ή όταν ήθελε η μαμά της να την χτενίσει. όταν μεγάλωσε και αναπόφευκτα το είδωλό της φαινόταν πάνω του, εκείνη περνούσε βιαστικά ή έσκυβε για να τον αποφύγει. 


στη μετέπειτα ενήλικη ζωή της η σχέση της με τους καθρέπτες βελτιώθηκε κάπως, χωρίς όμως ποτέ να γίνει καλή. περιορίστηκε στο αναγκαίο. έμαθε να κοιτάζεται στον καθρέπτη φευγαλέα πριν φύγει για δουλειά, γιατί την ενδιέφερε πολύ η εικόνα της. αλλά μέχρι εκεί. μεγάλος καθρέπτης δεν μπήκε ποτέ στο σπίτι της. έβαλε έναν καθρέπτη στο μπάνιο ίσα ίσα για να ρίχνει την καθιερωμένη ματιά πριν βγει. ούτε που είχε κατά νου να τον αλλάξει!


είδε αυτόν τον ζωγραφισμένο καθρέπτη στο πανηγύρι της Αγ. Παρασκευής και κάτι σκίρτησε μέσα της. ίσως να έφταιγε και το χαμογελαστό παλικαράκι με τα σπαστά ελληνικά που της μίλησε πολύ ευγενικά. αυτός ο καθρέπτης, που είχε φτιαχτεί και ζωγραφιστεί ποιος ξέρει σε ποια χώρα της Αφρικής ή της Ασίας, ένιωσε πως δεν την απειλούσε. γι’ αυτό και θέλησε να τον αποκτήσει. 
ήταν ένας ορθογώνιος καθρέπτης, ζωγραφισμένος στο χέρι. η φαρδιά ξύλινη κορνίζα του είχε χρώμα μπορντό. στην πάνω αριστερή γωνία υπήρχε ένας κίτρινος ήλιος. στην πάνω δεξιά ένα λευκό μισοφέγγαρο. σε όλη την κάτω πλευρά υπήρχαν μικρά και μεγάλα λουλούδια που σχημάτιζαν ένα πυκνό χρωματιστό χαλί που έσβηνε στις άκρες. τον κουβάλησε με δυσκολία. ήταν σχετικά ογκώδης για τα κυβικά της, όμως τα κατάφερε και τον έφερε σπίτι σώο και αβλαβή. ένιωσε μεγάλη περηφάνια.


την επόμενη μέρα κατέβασε τον παλιό με τα πλαστικά ντουλαπάκια, χτύπησε κι ένα καινούριο καρφί στον τοίχο και τον κρέμασε. τι κι αν ήταν λίγο μικρότερος από τον προηγούμενο! αυτός μάλιστα! της άρεσε! του μιλούσε και μπροστά του στεκόταν άφοβα και βούρτσιζε τα πυκνά λευκά της μαλλιά. για πρώτη φορά μάλιστα παραδέχτηκε όλο τσαχπινιά ότι είναι όμορφη ακόμα! το είπε στις φίλες της και γέλασαν ώρα πολύ. ναι, ήταν διαφορετικός καθρέπτης αυτός. ένιωθε πως της χαμογελούσε. ίσως και να την αγαπούσε λίγο.