Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2017

ένας φίλος



μπήκαμε τελευταίοι και ο χώρος ήταν ήδη γεμάτος. περάσαμε μπροστά από το τραπέζι με τους γονείς, την αδελφή και τ’ ανήψια σου. δεν γύρισα να τους ρίξω ούτε ένα βλέμμα. παρακαλούσα μόνο να βρούμε να κάτσουμε μακριά τους. δεν ήθελα να τους βλέπω.
κοιτάξαμε αριστερά και δεξιά μας και δεν υπήρχαν πουθενά άδειες θέσεις. κάποιοι είχαν ήδη σερβιριστεί, πίναν το κονιάκ και μασούλαγαν τα κουλουράκια. ποιοι ήταν όλοι αυτοί οι άνθρωποι, από πού ξεφύτρωσαν και τι ρόλο είχαν παίξει στη ζωή σου;
ήρθε ένας κύριος και μας οδήγησε στις μοναδικές άδειες καρέκλες που υπήρχαν. ήταν ακριβώς απέναντι από τους γονείς σου. το χειρότερό μου. ο Τάκης έσκυψε και με ρώτησε αν προτιμώ να φύγουμε αμέσως. του απάντησα πως ήθελα να μείνω για λίγο ακόμα.
καθίσαμε. κάτω από τα μαύρα γυαλιά δεν μπορούσα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. έμεινα με το βλέμμα καρφωμένο στο λεκιασμένο τραπεζομάντηλο. οι καφέδες σερβιρισμένοι από ώρα. ρούφηξα μηχανικά δυο γουλιές από το φλιτζανάκι μπροστά μου.  με την άκρη του ματιού μου έπιασα τους υπόλοιπους της παρέας μας. ήταν πιο τυχεροί από μας. είχαν μπει λίγο νωρίτερα και είχαν καθίσει μακριά από την οικογένειά σου. συζητούσαν μεταξύ τους και κάποιοι γελούσαν κιόλας. μερικούς είχα χρόνια να τους δω. τα κακά νέα μαθαίνονται γρήγορα.
είδα και την φοβερή ξαδέλφη από τη Ναύπακτο. την αναγνώρισα από τα κιλά και το βάψιμό της. ντυμένη κι αυτή στα μαύρα. μέρος του θιάσου, με το γνωστό κουστούμι. η ξαδέλφη που την θεωρούσες  «δεύτερη» αδερφή σου. αυτή που σου έφτιαχνε τα δόντια και την υπεραγαπούσες. η ίδια που όταν της αποκάλυψες την ιδιαιτερότητά σου, σ' έδιωξε από το σπίτι της κι ύστερα έκλαιγες απαρηγόρητος. δεν το έχω ξεχάσει. ήρθε κι αυτή για να σε θρηνήσει. πηγαινοερχόταν στο τραπέζι με τους δικούς σου.  
κάποιοι από τους συγγενείς σου μας κοίταζαν λίγο περίεργα. ερευνητικά. ναι, εμείς ήμασταν η υπόλοιπη ζωή του, ήθελα να φωνάξω. κι εγώ αυτός που έμεινε μαζί του κοντά δέκα χρόνια. εμείς ήμασταν που τον δεχόμασταν όπως ήταν. έμεινα σιωπηλός και κόσμιος. όπως ήσουν πάντα κι εσύ.
τα δάκρυα κυλούσαν ασταμάτητα. σκατά και πάλι σκατά. αποφάσισα να σηκώσω το βλέμμα και να κοιτάξω απέναντι. στο μπαλκόνι της υποκρισίας. δεν μπορούσα να δω καθαρά. έβγαλα ένα χαρτομάντηλο και σκουπίστηκα. δίπλα μου μια κυρία με κοίταξε όλο απορία. η Μάγδα άπλωσε το χέρι της στον ώμο μου. ήμουν εντάξει.
ο πατέρας ασυγκίνητος κι ανέκφραστος καθόταν πρώτος στη σειρά του τραπεζιού. η κορυφή του παγόβουνου. δίπλα του η μητέρα.  από τις λίγες κοινές τους εμφανίσεις που δεν τσακώνονται. με το χάος να πλανάται ανάμεσά τους. έπρεπε να είχαν χωρίσει χρόνια τώρα, μου έλεγες συχνά, αλλά δεν το έκαναν και προτιμούσαν να βασανίζουν ο ένας τον άλλο με κάθε τρόπο. δυο ξένοι που έκαναν δυο παιδιά, που τα διεκδικούσαν ταυτόχρονα και με κάθε τρόπο, χωρίς να τα αποδέχονται.  όχι και τα δύο. εσένα μόνο. 
η μητέρα είχε γείρει το κεφάλι της στον ώμο της αδελφής σου και είχε τα μάτια της κλειστά. και στεγνά. όπως έκανε πάντα στη ζωή της. τίποτα δεν την διαπερνούσε. τέλειο σκηνικό και οι πρωταγωνιστές σε ρόλους δραματικούς.
θυμήθηκα πόσο πολύ σου άρεσαν οι αρχαίες τραγωδίες. και τα φάντο της Αμάλιας. η Μαρία Κάλλας. είχες μια ροπή προς το δράμα. όλα  όμως τώρα έμοιαζαν με καλοστημένη φάρσα.
η οικογένειά σου παραταγμένη για να σε θρηνήσει και να σε αποχαιρετήσει με την ευλογία της εκκλησίας. να έχεις καλό παράδεισο βρε παιδί μου. αυτοί που ουδέποτε πίστεψαν σε κάποιο Θεό. που τα κορόιδευαν όλα αυτά πάντα και τα θεωρούσαν γελοιότητες. αυτοί που σε ήθελαν έτσι, αλλά τους είχες βγει αλλιώς. που πάντα τους υπηρετούσες κι έτρεχες από πίσω τους σε κάθε τους νεύμα. που τους ενημέρωνες για την κάθε μια σου κίνηση. που ένιωθες άσχημα αν δεν τους τηλεφωνούσες κάθε μέρα. αυτοί που ήθελαν να σε πάνε σε γιατρούς για να σε γιατρέψουν και δεν μπορούσαν να αποδεχτούν τις επιλογές σου. που σου έδιναν δώρο και κάρτα, ξεχωριστά ο καθένας, τα Χριστούγεννα οπωσδήποτε. κάθε Χριστούγεννα. αλλά δεν ήθελαν να ξέρουν με ποιον μοιράζεσαι τη ζωή σου. κι έτσι εσύ έμαθες να ντρέπεσαι για τον εαυτό σου. και δεν έμαθες να τον αγαπάς ποτέ. και κρυβόσουν. αλλά πάντα αγωνιζόσουν να τους πείσεις ότι κάτι αξίζεις. ναι, αυτοί ήταν. και ήταν όλοι στη θέση τους.
ο κόσμος άρχισε να φεύγει. εγώ ήθελα να βάλω τις φωνές, να πεταχτώ εκεί μπροστά τους και να τους φωνάξω πως είναι υποκριτές. πως ποτέ τους δεν σε γνώρισαν αληθινά και πως ποτέ τους δεν σ’ αγάπησαν. αν σε αγαπούσαν, θα σε είχαν καταλάβει. αν σε αγαπούσαν, δεν θα ’μπαιναν ανάμεσά μας. αν σ’ αγαπούσαν, μπορεί και να ’μασταν μαζί ακόμη. αν σ’ αγαπούσαν, δεν θα σε άφηναν κείνο το βράδυ, δυο χρόνια μετά το χωρισμό μας, μόνος σου να γλιστρήσεις το σκοτάδι…
χαιρέτησα πρώτα την αδελφή σου. με αγκάλιασε. είχαμε ανταλλάξει και δυο κουβέντες στο παρελθόν. την είχες υποχρεώσει κι εκείνη το αποδέχτηκε με το ζόρι. ένας Θεός ξέρει τι σκεφτόταν μέσα της και τι συζητούσε με τον άντρα της. ας είναι. στάθηκα μπροστά στη μητέρα σου. με κοίταξε με βλέμμα άδειο. θυμάσαι που την είχες φέρει σπίτι μας κι άρχισε ν’ ανοίγει όλα τα ντουλάπια για να δει τι έχουν μέσα; ίσως περίμενε να βρει κάπου κρυμμένες τις βρωμιές μας. δεν βρήκε τίποτα, όμως σε ρώτησε πώς το μπορείς να ζεις μαζί μου. τώρα δεν με αναγνώρισε. ή έστω έτσι έδειξε.
-ποιος είστε; 
-είμαι ένας φίλος…ένας φίλος…
ο πατέρας σου ίσα ίσα που μου έδωσε το χέρι του. ούτε που διασταυρώθηκαν τα βλέμματά μας. 
επάνω στο τραπέζι μια παλιά σου φωτογραφία με μουστάκι. σίγουρα έψαξαν πολύ για να την βρουν. ούτε που την είχα ξαναδεί. από εκείνες που επιμελώς μου έκρυβες γιατί ντρεπόσουν. φαντάζομαι θα εξαφανίσουν τα πολύ όμορφα χαμογελαστά πορτρέτα που εγώ σου είχα τραβήξει. δεν πειράζει, τα έχω κρατήσει εγώ. κι εγώ θα σε θυμάμαι αλλιώς.
βγήκα έξω και με χτύπησε ο αέρας. είχα μια αίσθηση αναγούλας. κάποιος έτρεξε από πίσω μου και κάτι μου είπε. κούνησα το κεφάλι καταφατικά. βάδισα βιαστικά προς το αυτοκίνητο. λίγο πριν μπω μέσα, έστρεψα τα μάτια μου στον ουρανό πάνω από το κοιμητήριο. ήσουν εκεί; ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει. πάτησα το γκάζι κι εξαφανίστηκα.