Κυριακή 31 Μαΐου 2015

κινέζικα

αυτό το πράγμα που δεν με ακούς ποτέ, μπορεί να με τρελάνει. σου το 'λεγα και νωρίτερα ότι η κουρτίνα είναι κοντή. αυτή η ξεφτιλισμένη η ράφτρα φταίει. εγώ το μέτρησα το ύψος εκατό φορές. και της το έδωσα σωστά. το σκέφτηκα ότι θα τα κάνει όλα μαντάρα. τι περιμένεις; με τόση δουλειά που έχει, τις δικές μας τις κινεζοκουρτίνες θα προσέξει; και της έσκασα και 60 ευρώ. τ' ακούς; 60 ευρώ για τέσσερα κουρτινάκια της πλάκας. 24 τα πληρώσαμε στους Κινέζους, 60 ήθελε η μεγάλη κοπτοραπτού. αλλά έτσι είναι. σε βρίσκουν στην ανάγκη και σου ζητούν ό,τι θέλουν. οι σιχαμένες. η άλλη που ήταν κοντά στο πάρκο έκλεισε. που στον αγύριστο να πάει. μια μπλούζα της είχα πάει για κόντεμα μια φορά και χάλια μου την έκανε. ούτε που την ξαναφόρεσα καινούρια μπλούζα. άσε με από εκεί σου λέω. κι αν δεν επέμενες εσύ, εγώ δεν θα τις έδινα. αλλά είναι βλέπεις που έπεσαν μαζεμένες όλες οι δουλειές. όλα από τα χέρια μου περνάνε. κι εσύ όλη την ώρα την κοπανάς. ναι, ναι, ναι. μόνη μου την έχω λουστεί τη μάνα μας. γιους δεν έχει. εγώ δηλαδή τι πληρώνω. όχι, πες μου εσύ, τι πληρώνω. μια χαρά σύνταξη έβγαλα και θα μπορούσα να κάνω τη ζωή μου. άι στα κομμάτια πια.κουράστηκα. κουράστηκα. ΚΟΥΡΑΣΤΗΚΑ. τι πρέπει να σου πω για να το καταλάβεις; κι εκείνη στην κοσμάρα της. για τίποτα δεν ενδιαφέρεται. όλη μέρα κοιμάται. σήκω, χριστιανή μου, της λέω, χάζεψε λίγο στην τηλεόραση, πάρε καμιά φιλενάδα σου στο τηλέφωνο. τίποτα. επίτηδες το κάνει για να μου σπάσει τα νεύρα. ποιος να μας το έλεγε ότι θα είχαμε τέτοια στρίγγλα μάνα; τίποτα μα τίποτα δεν της αρέσει. με τίποτα δεν χαμογελά. άι σιχτήρι πια. βαρέθηκα, σου λέω βαρέθηκα. κι έχεις και τον άλλο να μας δουλεύει κανονικά. όλο έρχεται έρχεται και ποτέ δεν έρχεται. θα σκάσει μύτη μόλις έχει τελειώσει το σπίτι και θα έχει μπει μέσα η μαμά. θα το δεις. θα έρθει για να μας δώσει συγχαρητήρια που τα καταφέραμε μια χαρά. εκείνος με ένα τηλέφωνο τη βδομάδα καθάρισε. όλο δουλειές, δουλειές, δουλειές. εμείς εδώ ξυνόμαστε νομίζει. ουφ, να τελειώσουμε, να της βάλω μια γυναίκα κι εγώ θα την κάνω με ελαφριά πηδηματάκια. και βγάλτε τα πέρα μόνοι σας. αρκετά. κουράστηκα πάρα πολύ και πονάει η μέση μου...μωρέ τι να μαγειρέψω αύριο; μπιφτέκια πάλι; με πατατούλες; έχω λίγο κιμά. θέλεις μακαρόνια με κιμά;

Σάββατο 16 Μαΐου 2015

το γλυκό

είχαμε πάει με τη μάνα μου στο νοσοκομείο για την καρδιά της. κατακαλόκαιρο. μάλλον σταθήκαμε τυχεροί μέσα στην ατυχία μας. στην πτέρυγα που μας φιλοξενούσε δεν είχε υπερβολικό κόσμο. μας έβαλαν σ' ένα θάλαμο με πέντε κρεβάτια. μόνο το ένα ήταν πιασμένο. όταν μας μετέφεραν εκεί ο άλλος ασθενής έλειπε. πήραμε το καλύτερο κρεβάτι. δίπλα στο παράθυρο. όχι ότι πολυσκοτίστηκε η μάνα μου. εμένα όμως μου άρεσε γιατί μπορούσαμε να δούμε έξω. το μέσα ήταν σκέτη απελπισία ούτως ή άλλως. τόσα χρόνια μπες-βγες έχω αποκτήσει οικειότητα. κι εκτιμώ αυτές τις μικρές "πολυτέλειες". στο παράθυρο κατέβαινε ένα συφοριασμένο στόρι. περιέργως υπάκουε στις εντολές που του έδινες κι ανεβοκατέβαινε εύκολα. η μάνα μου είχε πέσει για ύπνο. είχα αράξει σε μια καρέκλα αφού την είχα απολυμάνει με οινόπνευμα. έπαιζα με το κινητό. δεν είχα καλό σήμα.
μπήκε μέσα αθόρυβα και με χαιρέτησε χαμηλόφωνα. την έλεγαν Χρυσούλα. ήταν δεν ήταν σαράντα. φορούσε μια ρόμπα λεπτή πάνω από το νυχτικό της. αχνά χαρακτηριστικά. μου φάνηκε πολύ ήπιος άνθρωπος και σκέφτηκα πως ήμασταν πολύ τυχεροί. συνέχισα να παίζω παιχνίδια στο κινητό. είχε ξαπλώσει στο κρεβάτι της, δυο θέσεις πιο πέρα από μας. η μάνα μου ροχάλιζε. ντράπηκα λίγο. την έπιασα να με κοιτάζει, ήμουν πολύ κουρασμένος για κουβέντες. βγήκα στο διάδρομο. ο ήλιος έμπαινε από το παράθυρο στην άκρη του και με τύφλωσε για λίγο. επικρατούσε μια περίεργη ησυχία. πού και πού μια νοσοκόμα εμφανιζόταν κρατώντας ένα δίσκο με φάρμακα και μπαινόβγαινε στους θαλάμους. από το βάθος του διαδρόμου ακουγόταν ο ήχος μιας τηλεόρασης. ακούμπησα για λίγο στον τοίχο και ξαναμπήκα μέσα. η μάνα μου ροχάλιζε ακόμα.
κατάλαβα πως με κοίταζε. της χαμογέλασα αμήχανα. "ελπίζω να μην είναι σοβαρά η γιαγιά", μου είπε. "η μητέρα μου είναι", της απάντησα. "έχει αρρυθμίες και θα μας κρατήσουν λίγες μέρες μέσα", συμπλήρωσα. "περαστικά σας", μου ξαναείπε. "ευχαριστώ πολύ" της απάντησα. για κάποιον λόγο που δεν ξέρω, δεν θέλησα να την ρωτήσω γιατί βρισκόταν εκεί. σκέφτηκα πως μιας και θα μείνουμε κανά δυο μέρες, θα βρω την ευκαιρία κάποια άλλη στιγμή. τότε ακριβώς μπήκε η νοσοκόμα μέσα και ξύπνησε τη μητέρα μου για να πάρει τα φάρμακά της. την άγγιξε απαλά στο χέρι και την φώναξε με το επίθετό της. η μητέρα μου άνοιξε τα μάτια της βαριεστημένα και περιέργως της χαμογέλασε. δεν ήμουν διόλου σίγουρος ότι την άκουσε. κατάπιε βιαστικά τα χάπια. της έδωσα νερό κι εκείνη έκλεισε και πάλι τα μάτια της. ο ήλιος έδυε κι ένα ελαφρό αεράκι έμπαινε από το παράθυρο. πήγα και πάλι προς την πόρτα και κοίταξα έξω. ήρθε και στάθηκε δίπλα μου.
"είστε πολύ δεμένος με τη μητέρα σας...μπράβο!", μου είπε. "ναι, της απάντησα, μία την έχουμε. θα έρθει σε λίγο και η αδελφή μου. πετάχτηκε σπίτι να φέρει κάποια πράγματα. ήρθαμε πολύ ξαφνικά και δεν προλάβαμε". δεν ήθελα να της πω ότι φυλούσαμε σε βάρδιες τη μητέρα μου. η αδελφή μου όντως θα ερχόταν αργότερα και θα έμενε εκεί όλο το βράδυ. εγώ θα γυρνούσα σπίτι. στα ζώα και στην ησυχία μου. θα ερχόμουν ξανά την άλλη μέρα το πρωί. την είδα να φεύγει και να πηγαίνει στο γραφείο της προϊσταμένης. από τον τρόπο της κατάλαβα ότι είχε μεγάλη εξοικείωση με τον χώρο. σκέφτηκα να πάω μια βόλτα προς την άκρη του διαδρόμου. εκεί που είχα δει πριν λίγο τον ήλιο να περνά. τις πλησίασα. σταμάτησαν να μιλούν. η γειτόνισσα μου χαμογέλασε κι εγώ κούνησα το κεφάλι. στο τέρμα του διαδρόμου το μεγάλο ανοιχτό παράθυρο και δίπλα του μια πόρτα κλειστή. από το παράθυρο  είχε ωραία θέα προς το πάρκιν. στάθηκα για λίγο. η πόρτα άνοιξε και βγήκε μια νοσοκόμα. με χτύπησε μια μπόχα από τσιγάρο. η αδελφή με προσπέρασε. βρήκα τη θέα προς το πάρκιν πολύ ενδιαφέρουσα.
η αδελφή μου ήρθε κρατώντας ένα μικρό σάκο με τα πράγματα της μάνας μου. αλλαξιές και κανά δυο νυχτικά καλοκαιρινά. εγώ έφυγα κι επέστρεψα την επόμενη μέρα το πρωί. την βρήκα να μιλά με τη γειτόνισσα σε πολύ εγκάρδιο τόνο. όταν κάποια στιγμή εκείνη έλειπε, μου είπε πως ήταν από την Ηγουμενίτσα και πως έκανε θεραπεία για καρκίνο. ήταν μόνη στον κόσμο. δεν είχε καθόλου συγγενείς. έμεινα σιωπηλός. κοίταξα το κρεβάτι της. άψογα τακτοποιημένο. ένα μπουκαλάκι νερό κι ένα ταλαιπωρημένο περιοδικό με κουτσομπολιά βρίσκονταν πάνω στο τραπεζάκι της. ένιωσα μια ξαφνική δροσιά στο δωμάτιο. βγήκα έξω και περπάτησα προς το παράθυρο του διαδρόμου. ήταν κλειστό. το άνοιξα και στάθηκα να κοιτάζω τ' αυτοκίνητα να παρκάρουν και να ξεπαρκάρουν. 
την άλλη μέρα το πρωί άργησα να πάω  στο νοσοκομείο. η μητέρα πήγαινε πολύ καλύτερα και μάλλον θα παίρναμε εξιτήριο. όταν έφτασα κόντευε μεσημέρι. οι γιατροί μόλις είχαν περάσει. το κρεβάτι της γειτόνισσας άδειο. ρώτησα την αδελφή μου αν είχε φύγει νωρίτερα. η αδελφή μου με πήρε από το χέρι και με τράβηξε έξω. η μάνα μου έτρωγε ζελέ.
"η Χρυσούλα πέθανε τα ξημερώματα", μου είπε. γούρλωσα τα μάτια. "μα καλά, πώς;" ψέλλισα έκπληκτος. "πού θέλεις να ξέρω; πρέπει να ήταν πολύ σοβαρά....ευτυχώς την πήρε χαμπάρι η πρωινή νοσοκόμα και την μετέφεραν από το δωμάτιο αμέσως. εγώ λαγοκοιμόμουν και δεν κατάλαβα κάτι....είδα μόνο που την πήραν....μετά έμαθα ότι είχε πεθάνει". ένιωσα το ταβάνι ξαφνικά να χάνει το ύψος του, κοίταξα προς το παράθυρο. ήταν ανοιχτό, αλλά έλειπε ο ήλιος. "έγινε κάτι πολύ περίεργο χτες βράδυ". "τι;" τη ρώτησα με αγωνία. "μιλούσαμε για φαγητά και λέγαμε διάφορα σχετικά και γύρισε ξαφνικά και μου είπε πως θέλει κάτι να μου δώσει". "να σου δώσει; δηλαδή;" "πήγε στο κρεβάτι της κι άρχισε να γράφει κάτι σε ένα φύλλο χαρτί. την περίμενα. ήρθε μετά από λίγο και μου το έδωσε" "και τι ήταν;" "μια συνταγή! το πιστεύεις; μια συνταγή!" τα βλέφαρά μου βάρυναν. η αδελφή μου συνέχισε. "μου είπε ότι ήταν ένα γλυκό, ένα γλυκό που έφτιαχνε μόνο αυτή. της είχανε ζητήσει πολλοί την συνταγή, αλλά εκείνη δεν την έδινε σε κανένα. χτες βράδυ, την έδωσε σε μένα". 
είχαν βγει οι νοσοκόμες και μοίραζαν τα φάρμακα. γύρισα και κοίταξα από την πόρτα την μάνα μου να συζητά με μια από αυτές που μπήκε στο θάλαμο. χαμογελούσε. ήταν σίγουρα πολύ καλύτερα.
"μέσα στο συρτάρι έχω το χαρτί" άκουσα να λέει η αδελφή μου. "να μην το ξεχάσουμε φεύγοντας. είμαι περίεργη να δω τι γλυκό είναι αυτό".

Δευτέρα 11 Μαΐου 2015

στάσεις συρμού

μπαίνει στη στάση Αττική. είναι αργά, ο συρμός δεν έχει κόσμο. μόνο εγώ κι εκείνος. κάθεται απέναντί μου και με κοιτάζει. ένα βλέμμα που περιμένει κάτι. δε μου μιλά. προσποιούμαι πως δε βολεύομαι κι αλλάζω στάση στα πόδια μου. στ' αυτιά μου τ' ακουστικά, στην τσέπη το μικρό i-pod να με νανουρίζει με τραγούδια. δείχνω ψυχραιμία. τραβώ μια μεγάλη απαγορευτική γραμμή ανάμεσά μας. αντιστέκομαι στα μάτια του. χάνει το ενδιαφέρον του μεμιάς.
 
τζιν ξεθωριασμένο, το έλεγες και λίγο βρώμικο. παπούτσια αθλητικά, φθαρμένα. μπλουζάκι μακό, λευκό με μια πελώρια στάμπα που δείχνει το πρόσωπο ενός κοριτσιού. μαύρου κοριτσιού. μαύρος κι αυτός. με πολύ κοντά μαλλιά. χτενισμένα προσεκτικά. στη μέση του δεμένη μια μπανάνα πολύχρωμη, από πανί. με ξανακοιτάζει. ρίχνω μια ματιά έξω από το παράθυρο. νύχτα. φώτα. ο ήχος του τρένου στ' αφτιά μου. κι από πάνω τραγούδια.

μάτια καρφωμένα στη διαφήμιση απέναντι. λύνει την μπανάνα από τη μέση κι ανοίγει το φερμουάρ. υπάρχει μέσα ένα μικρό δερμάτινο πορτοφολάκι. από αυτά που έχουμε για τα ψιλά. αρχίζει να μετρά. τρία νομίσματα των δυο ευρώ κι ένα μονό. μερικά δεκάλεπτα και κανά δυο εικοσάλεπτα. τα ξαναμετρά. πιάνει τα κέρματα ένα ένα σα να δοκιμάζει την αφή τους. σκέφτεται. βγάζει έναν αναστεναγμό και κλείνει το πορτοφολάκι. σκύβει το κεφάλι.

τακτοποιεί καλύτερα τη μπανάνα στη μέση του. με προσοχή. στην εσωτερική πλευρά της τα χρώματα έχουν αλλοιωθεί από τον καιρό. την κουμπώνει με αργές κινήσεις. φοβάται μάλλον ότι θα σχιστεί. την βολεύει μπροστά του και την πιάνει από πάνω για να βεβαιωθεί ότι είναι μέσα το πορτοφολάκι. είναι. το τρένο μας κουνά και τους δύο. ρίχνει μια ματιά έξω. αλλάζω τραγούδι.

γέρνει ολόκληρος μπροστά. φέρνει τα χέρια του στο κεφάλι κι αφήνει τα δάχτυλα να τυλιχτούν και να δεθούν στο πίσω μέρος του κρανίου. καθαρά δάχτυλα, κοντά νύχια. αναστενάζει. τον καταπίνουν σκέψεις. το κεφάλι ακόμα σκυφτό. το κουνάει αργά αριστερά δεξιά σα ν' αναρωτιέται. απλώνει τις παλάμες στο μέτωπο και το αγκαλιάζει. κουνιέται σε ένα ρυθμό που δεν ακούω. οι αγκώνες του ακουμπούν πάνω στα πόδια του. μένει εκεί. κοιτάζω το άδειο κάθισμα δίπλα μου. το τρένο χάνεται στη νύχτα. όπως και οι ζωές μας.


Η ζωή δεν αξίζει τίποτα.

Σάββατο 9 Μαΐου 2015

πιτσιλιές το Σαββατόβραδο

εσένα...εσένα πού σε βρίσκει αυτό το Σάββατο βράδυ; ο Μάης έχει μπει για τα καλά και τα λουλούδια έχουν ανθίσει. ο ουρανός έχει συννεφιάσει. η ζωή μας έχει συννεφιάσει. και ρίχνει μια ελαφριά βροχή. ίσα ίσα να ξεπλύνει τα φύλλα. και να κάνει χάλια τα πάντα στην πόλη. πιτσιλιές μιας εποχής που φεύγει πάνω στα σκονισμένα καπό των αυτοκινήτων. και μια μυρωδιά χώματος παντού. πού βρέθηκε τόσο χώμα και το μυρίζεις ξαφνικά; έρχεται σαν ανάμνηση παλιά, αλλά περνά αμέσως κι εσύ δε στέκεσαι ν΄αναρωτηθείς. ελαφριές βροχοπτώσεις ακούς στην τηλεόραση. και μικρή πτώση της θερμοκρασίας. ανάσα. μου αρέσει αυτή η σιωπή που απλώνεται πάνω στα πράγματα λίγο πριν ξεσπάσει η καταιγίδα. λες και το σύμπαν όλο να λέει "είμαι εδώ, έλα να με βρεις". και μετά το σύννεφο φέρνει όντως τη βροχή. και είναι Σάββατο βράδυ. και δεν έχεις πού να πας και είσαι μόνος στο σπίτι. ακούς από πάνω την αδελφή σου να βάζει μέσα την απλώστρα. μιλά με τη μανούλα. κάτι της λέει. δεν το καταλαβαίνεις. την ακούς ν' ανεβαίνει τις σκάλες κι ύστερα χάνεται. ο σκύλος έρχεται κοντά σου για του χαϊδέψεις το κεφαλάκι. ο γάτος νιαουρίζει πίσω από την εξώπορτα. το κάνει κάθε βράδυ. ξέρει πως από εκεί βγαίνεις και μπαίνεις. θέλει κι εκείνος να βγει, αλλά απαγορεύεται. υπάρχει ένας κόσμος γεμάτος πιτσιλιές βροχής που εκείνος δεν θα γνωρίσει ποτέ. μπορεί όμως πάντα να τον μυρίζει από το παράθυρο που έχεις ανοιχτό σε ανάκλιση.  μια ησυχία κυκλώνει το σπίτι μαζί με το σκοτάδι. είναι μόλις εννιά. η μέρα έχει τελειώσει. το φωτιστικό σκορπίζει λίγο φως στο σαλόνι. θα κλείσω το παράθυρο. σα να μπαίνει υπερβολική δροσιά μέσα.


Πέμπτη 7 Μαΐου 2015

...δεν αντέχω

μέρα ζεστή. απόγευμα. πάνω που δύει ο ήλιος.έβγαλα το σκύλο βόλτα. ησυχία στη γειτονιά. δεν έβαλα παπούτσια. βγήκα με τις σαγιονάρες. καλοκαίριασε πια. ίδια διαδρομή. μόνο ο σκύλος είναι χαρούμενος. και δυσκοίλιος. μονίμως. μαζεύω τις σκατούλες του και είναι μαλακές. δυσκολεύτηκε να τις κάνει, αλλά ευτυχώς δεν έχουμε τις γνωστές σταγόνες αίματος από το ζόρι. λίγο σφίξιμο και μετά πάλι τρεχάλα στη χαρά. στη χαρά της μυρωδιάς κάποιων άλλων.θα μου άρεσε να ήμουν σκύλος τελικά. οικόσιτος. να με βγάζουν βόλτα και να είμαι χαρούμενος με τα λίγα. να κλέβω χάδια από όλους και να έχω το μπολ μου γεμάτο κροκέτες. κι ένα άλλο με νερό. θα κουνούσα την ουρά μου και θα περνούσα τη μέρα μου ξαπλωμένος στον καναπέ. κι άσε τους άλλους να τρέχουν τριγύρω. πέρα δώθε.
καθαρίσαμε το μικρό διαμέρισμα και το ετοιμάζουμε για τη μανούλα. η αδελφή μου παίρνει πάντα όλες τις αποφάσεις. πώς θα γίνει το ένα και πώς θα γίνει το άλλο. χεσμένο με έχει και δεν σηκώνει αντιρρήσεις. το μικρό διαμέρισμα είναι δικό μου, αλλά αυτό δεν παίζει κανένα ρόλο. εκείνη θα τα κάνει όλα όπως θέλει. τόσα χρόνια άδειο και δεν είχε μπει ποτέ της για να το καθαρίσει. τώρα μας έπιασαν οι φούριες. θα μπει η μανούλα βλέπεις. "πρέπει να της παρουσιάσουμε ένα σπίτι", μου είπε ορθά κοφτά.από τότε που η μανούλα άρχισε να τα παίζει λόγω ηλικίας το δράμα παίχτηκε σε πολλές φάσεις. σε αυτή την φάση τη φέραμε να μείνει μαζί μας. παλιό σενάριο σε νέα σκηνικά. όχι, δεν θα μείνει η μανούλα παρκαρισμένη στην κρεβατοκάμαρα της αδελφής. ο καναπές του σαλονιού είναι άβολος για κείνη. ωραία φάση για τη μανούλα. την έγραψε κιόλας σε ένα χαρτί σπίτι της. "θα πάω να μείνω με τα παιδιά μου". τα παιδιά είμαστε εμείς. στο διάολο και η γυναίκα που την φρόντιζε. να πάει και να μη γυρίσει. κι αυτή.τις στέλνει όλες αδιάβαστες. βουλγάρες, ρωσίδες και γεωργιανές όλες νοκ άουτ. και μην ακούτε κανέναν. οι γεωργιανές λένε είναι οι χειρότερες. σιγά. μια βδομάδα άντεξε την μανούλα. έφυγε κλαίγοντας. αφού δεν γίνεται να είναι σπίτι της μόνη της με μια γυναίκα, θα την λουστούμε εμείς. σκληρό για τη μανούλα,ε; άνια, κατάθλιψη και πάρκινσον ταυτόχρονα. κι ακόμα μας κάνει ό,τι θέλει. το σπιτάκι καθαρίστηκε. και η μανούλα θα φύγει από την κρεβατοκάμαρα της αδελφής και θα πάει εκεί. στο μικρό μου διαμερισματάκι. με γυναίκα ξανά. και την δική μας επίβλεψη. την άγρυπνη επίβλεψη της αδελφής δηλαδή. εγώ έχω δηλώσει παραίτηση. ας γίνουν όλα όπως τα θέλουν αυτές. "δεν αντέχω". μου φώναξε κατάμουτρα η αδελφούλα. ούτε εγώ.