Σάββατο 25 Ιουλίου 2015

η ομπρέλα

ήμουνα λέει μωρό παιδί. και ήμουν φασκιωμένος. φορούσα μία σκουρόχρωμη ολόσωμη φορμούλα. αυτές που έχουν το φερμουάρ από πίσω. καθόμουν ξαπλωμένος ανάσκελα πάνω σε μια λευκή κουβερτούλα. δίπλα μου τα ξαδέλφια μου. η Λιάνα, ο Ηλίας και η Έλσα. όλοι μωρά. όλοι σε φορμούλες. τα κορίτσια θαρρώ σε πιο ανοιχτόχρωμες. ίσως και σ' έναν άλλο κόσμο να ήταν ροζ. στο δικό μας όμως όλα ήταν ασπρόμαυρα. και πολλα γκρι. παντού γύρω ένα απέραντο γκρι λιβάδι. κι εμείς, τα τέσσερα μωρά, ξαπλωμένα ανάσκελα, με τα χεράκια και τα ποδαράκια μας να κουνιούνται όλη την ώρα. εκεί, στην άκρη του λιβαδιού. δίπλα σε ένα μεγάλο χωματένιο δρόμο. 
δεν ακουγόταν τίποτα. μονάχα κάποιες άναρθρες φωνούλες από τα άλλα μωρά δίπλα μου. εγώ ήξερα ότι είμαι εγώ. ήξερα ότι είμαι ο μεγαλύτερος. κι ένιωθα τελείως ανήμπορος. και παγιδευμένος. να κοιτάζω ψηλά τον απέραντο ουρανό. μπορούσα μόνο να διακρίνω στ' αριστέρα μου το μεγάλο χωράφι με το αφράτο δροσερό χορτάρι. δεξιά μου κουνιότανε αδέξια η Λιάνα. δίπλα της ο Ηλίας και πιο κει ήταν η Έλσα. δεν μπορούσα να δω τα πρόσωπά τους. μπορούσα όμως να νιώσω τις μικρές κινήσεις πάνω στην κουβέρτα.
και ξάφνου φάνηκε από το βάθος του δρόμου μια άμαξα με ένα άλογο. ένα λευκό άλογο. μπορούσα να το δω καθαρά να πλησιάζει. μπορούσα ταυτόχρονα να με βλέπω και ξαπλωμένο μαζί με τους υπόλοιπους. η άμαξα πλησίαζε όλο και πιο κοντά. υπήρχε ένας οδηγός που κατεύθυνε το άλογο. φορούσε στολή και φαινόταν πολύ σοβαρός. και το άλογο ήταν πλουμιστό και περήφανο. σταμάτησε ακριβώς δίπλα μας στο δρόμο. ο οδηγός έμεινε ακίνητος στη θέση του. 
η άμαξα ήταν μαύρη και κλειστή από πάνω. δεν μπορούσα να δω λεπτομέρειες. εκτός ίσως από κάποια σκαλίσματα στο πλάι κι ένα μικρό παραθυράκι. φαινόταν πολύ αριστοκρατική. η πόρτα της άνοιξε και ξεπρόβαλλε από μέσα της μια ηλικιωμένη γυναίκα. στο κεφάλι καπέλο με μαύρο βέλο. ήταν ντυμένη στα μαύρα. με ένα πολύ όμορφο φόρεμα από δαντέλα. τα μαλλιά της, μαζεμένα ψηλά στο κεφάλι, καλύπτονταν από το καπέλο κι ένα ψεύτικο λουλούδι που υπήρχε στο πίσω μέρος πάνω στο γείσο. ήταν η γιαγιά μου.
κατέβηκε από την άμαξα με μικρές ντελικάτες κινήσεις. φορούσε μαύρα γάντια. στο αριστερό της χέρι κρατούσε την άκρη από το φόρεμά της που ήταν πολύ μακρύ και το ανασήκωνε για να μην το πατήσει. στο άλλο κρατούσε μια ομπρέλα. μια μαύρη ομπρέλα που ήταν κλειστή. την χρησιμοποιούσε και σαν μπαστούνι για να στηρίζεται. 
στάθηκε για λίγο εκεί στην άκρη του λιβαδιού, στο πλάι της άμαξας. μας κοίταξε στην αρχή από ψηλά. σα να ήθελε να βεβαιωθεί. ύστερα ήρθε κοντά μας βιαστική. άφησε την ομπρέλα της να πέσει στο γρασίδι κι αγκάλιασε τον καθένα από μας προσεκτικά. μας τακτοποίησε καλύτερα πάνω στην κουβερτούλα. ένιωσα για πολύ λίγο το γεμάτο αγάπη και φροντίδα βλέμμα της. στην μύτη μου έφτασε μια μυρωδιά πράσινου σαπουνιού ανάκατη με ένα λεπτό, πολύ διακριτικό άρωμα άλλης εποχής. τα ξαδέλφια μου της άπλωναν χεράκια για να τα πάρει πάλι αγκαλιά, αλλά εκείνη είχε σκύψει από πάνω μας και μας κοιτούσε. τη θυμάμαι που μας χαμογέλασε ευχαριστημένη. 
σήκωσε την ομπρέλα από το γρασίδι και γύρισε με βήματα αργά πίσω στην άμαξα. μπήκε μέσα κι έκλεισε το πορτάκι. ο οδηγός της άμαξας έκανε μια κίνηση με το πόδι και το άλογο ξεκίνησε. απομακρύνθηκε αργά. σε λίγο είχαμε μείνει και πάλι μόνοι. ένιωσα ξαφνικά μια ζεστασιά και μια θλίψη.
άνοιξα τα μάτια. το δωμάτιο ήταν ακόμα σκοτεινό. έφερα τα χέρια μου στο πρόσωπο ασυναίσθητα. ήταν υγρό. κατάλαβα ότι έκλαιγα στον ύπνο μου.

Πέμπτη 2 Ιουλίου 2015

χωρίς οικογένεια

στην άκρη του δρόμου που μένω υπάρχει μια παλιά εξοχική κατοικία. είναι ένα ισόγειο σπιτάκι με μεγάλη αυλή. κάποτε πρέπει να ήταν όμορφο. τώρα οι σοβάδες των εξωτερικών τοίχων έχουν πέσει και η στέγη του έχει χάσει μερικά από τα κεραμίδια που παλιότερα τη σκέπαζαν. στην αυλή του υπάρχουν πολλά οπωροφόρα δέντρα, το ένα θαρρώ είναι ροδιά. υπάρχουν ακόμα κανά δυο πορτοκαλιές, μια λεμονιά, μια πελώρια μουσμουλιά που ακουμπά στον τοίχο των γειτόνων. μια ροδιά υπάρχει και στην είσοδο. σκεπάζει την παλιά φθαρμένη σιδερένια πόρτα και το φράχτη από χοντρό σύρμα. παλιότερα που σπίτι ήταν κλειστό κι ακατοίκητο περνούσα κι έκλεβα τα ρόδια. κανένας άλλος στη γειτονιά δεν τους έδινε σημασία. έπεφταν κάτω κι έσκαγαν πάνω στα ξεχαρβαλωμένα πλακάκια της εισόδου. 
πριν από δυο χρόνια το σπίτι ξαφνικά νοικιάστηκε. άνοιξαν οι πόρτες και τα παράθυρα, πράγματα πάνω σε κιλίμια απλώθηκαν στην αυλή. άρχισαν αμέσως οι επιδιορθώσεις. καρφώματα ακούγονταν σαν περνούσα απέξω με το σκύλο μου και μαστορέματα. "το νοίκιασε μια οικογένεια Βούλγαρων", μου είπε στα μουλωχτά μια γειτόνισσα, που με είδε να κοιτάζω προς τα εκεί ένα απόγευμα. για να είμαι ειλικρινής δεν το περίμενα να κατοικηθεί. μου έμοιαζε ετοιμόρροπο.
σε λίγο φάνηκαν και οι ένοικοι. ένας μπαμπάς μέχρι εκεί πάνω, νταβραντισμένος και μελαμψός. μια μαμά λεπτεπίλεπτη με πολύ διστακτικές κινήσεις πάντα και τρία παιδιά. δυο κοριτσάκια κι ένα αγοράκι. τα κοριτσάκια πήγαιναν στο δημοτικό. τα είδα πολύ γρήγορα να περνούν με τις τσάντες τους μπρος από το σπίτι μου. το αγοράκι ακόμα στο καρότσι. το τραβολογούσαν οι μικρές πέρα δώθε τ' απογεύματα στο δρόμο.
ο μπαμπάς πρέπει να είχε καλή δουλειά. είχε ένα τεράστιο παλιό αυτοκίνητο κι ένα άλλο με κλειστή καρότσα πίσω. "δουλεύει σε ένα κέτερινγκ και το φορτηγάκι είναι της δουλειάς του", μου ξαναείπε κάποια στιγμή η κουτσομπόλα γειτόνισσα. "εγώ πάντως νομίζω πως έχουν έρθει εδώ για να κρυφτούν", συμπλήρωσε. "αφού αυτός έχει τόσο καλή δουλειά, γιατί ήρθαν να μείνουν στο χαμόσπιτο,ε;". ανασήκωσα τους ώμους. ποιος θα μπορούσε ν' απαντήσει;
τα κοριτσάκια κοινωνικοποιήθηκαν πολύ γρήγορα. έπιασαν φιλίες με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς. πήγαιναν βλέπεις και στο ίδιο σχολείο. ο μπαμπάς άρχισε να με χαιρετά πολύ εγκάρδια κάθε φορά που με συναντούσε. τον χαιρετούσα κι εγώ. μου φαινόταν συμπαθής. τα παιδιά μάλλον με ντρέπονταν και δεν μου μιλούσαν ποτέ. την μαμά την είδα μόνο μια φορά με το μικρό αγόρι στο καρότσι να το βγάζει βόλτα. δε μου μίλησε κι ας την χαιρέτησα.
ένα απόγευμα είδα ξαφνικά ένα κουτάβι στην αυλή τους. ένα μικρό λυκόσκυλο. η Ήρα, η σκύλα μου, έκανε σαν τρελή να το γνωρίσει. έχωσε τη μουσούδα της στο συρματένιο φράχτη και το μικρό ήρθε κοντά και τις έκανε χαρούλες. μια φορά που η πόρτα της εισόδου ήταν ανοιχτή, το μικρό πετάχτηκε έξω και ήρθε τρέχοντας να μας δει από κοντά. εκεί καταμεσής του δρόμου. η Ήρα άρχισε να του κάνει παιχνίδια και κάθε φορά που εκείνο πλησίαζε, το έγλειφε στη μουσούδα. μια μεγάλη αγάπη είχε ξεκινήσει.
το κουτάβι δεν έμεινε για καιρό κουτάβι. μεγάλωσε κι έγινε ένα τεράστιο λυκόσκυλο.το είχαν δεμένο στην αυλή κοντά στο φράχτη. κάθε φορά που μας έβλεπε, άρχιζε να κλαίει και πάντα άφηνα την Ήρα να πάει κοντά να το χαιρετήσει. κάποια στιγμή παρατήρησα πως πίσω από το συρμάτινο φράχτη είχαν στερεώσει ένα πολύ πυκνό δίχτυ. ίσως για να αποτρέψουν άλλα σκυλιά να πλησιάζουν το δικό τους. τώρα οι μουσούδες των δύο ζώων δεν μπορούσαν να αγγίζουν πια η μια την άλλη. το κλάμα-κάλεσμα όμως γινόταν κανονικά και η στάση για τον εξ αποστάσεως χαιρετισμό ήταν απαραίτητη.
το πονούσα αυτό το ζώο. δε λέω ότι δεν το πρόσεχαν οι άνθρωποι, αλλά η σκέψη ότι το είχαν πάντοτε δεμένο έξω, σ' ένα μικρό πλαστικό σπιτάκι χειμώνα καλοκαίρι, μου πιρούνιαζε την καρδιά. ας είναι, έλεγα. ήξερα πως τα μικρά αγαπούσαν το σκύλο και τον φρόντιζαν. στο μεταξύ όλο και κάποια στιγμή έβρισκε την πόρτα ανοιχτή κι έκανε βόλτες στην γειτονιά. είχε γίνει θηρίο σωστό σε μέγεθος κι έκανε πάντα σαν κουτάβι στα χάδια. σου έσπρωχνε το χέρι για να τον χαϊδέψεις και γύριζε ανάποδα βγάζοντας κραυγούλες χαράς για να του πιάσεις την κοιλίτσα.συγκινητικά αγαπησιάρικο σκυλί.
πριν από δυο βδομάδες είχα βγάλει την Ήρα έξω κι εκείνος έτρεξε από μακριά για να μας χαιρετήσει. μας ακολούθησε σε όλη τη βόλτα. σκέφτηκα πως το είχε σκάσει για μια ακόμη φορά από το ανοιχτό πορτάκι του κήπου. τον κράτησα επίτηδες κοντά μου και γυρίσαμε μαζί πίσω στο σπίτι του. "τα 'μαθες;", μου είπε η γνωστή γειτόνισσα, που πετάχτηκε μπρος μου από το πουθενά. "έφυγαν μέσα στη νύχτα!". ποιοι έφυγαν; "δεν σου είχα πει ότι από κάπου κρύβονταν; έφυγαν άρον άρον. φόρτωσαν τα πράγματά τους στο μεγάλο αυτοκίνητο κι έφυγαν μέσα στο σκοτάδι. άκουσα κι εγώ το σκύλο να γαυγίζει και να κλαίει και βγήκα έξω να δω τι γίνεται. τον είχαν δεμένο στην αυλή, να τους βλέπει να φορτώνουν το νοικοκυριό τους όλο. τα παιδάκια μισοκοιμισμένα στην αγκαλιά. μόλις πήραν χαμπάρι ότι θ' άφηναν πίσω το σκύλο, άρχισαν να κλαίνε και ν' απλώνουν τα χέρια τους προς το μέρος του. ποιος ξέρει τι τους είχαν πει.  εκείνος κόντευε να βγάλει τα σωθικά του από το γαύγισμα. το λυπήθηκα το κακόμοιρο. μπήκαν στο αυτοκίνητο κι εξαφανίστηκαν, ενώ τα πιτσιρίκια τσίριζαν ακόμα. μα δεν το πήρατε χαμπάρι; πήρα τέτοια σύγχυση μέσα στα μεσάνυχτα! δεν άντεχα να τον ακούω και πήγα και τον έλυσα. έτρεξε ξοπίσω τους σαν τρελός, αλλά πού να τους βρει; είχαν γίνει μπουχός. γύρισε λίγη ώρα μετά πίσω και κούρνιασε στο σπιτάκι του. είδες τι άνθρωποι υπάρχουν; άιντε να δούμε τι θα απογίνει τώρα το κακόμοιρο."
ο σκύλος λες και είχε καταλάβει ότι μιλούσαμε για κείνον, είχε μπει μέσα στην αυλή  και κοιτούσε γεμάτος προσμονή την πόρτα του εγκαταλελειμμένου σπιτιού. μετά κατέβασε το βλέμμα, έβγαλε έναν αναστεναγμό, πλησίασε το κλουβί του, μπήκε μέσα και ξάπλωσε κάτω. τα μάτια του καθώς γύρισε να με δει ήταν υγρά. το ορκίζομαι.