Πέμπτη 2 Ιουλίου 2015

χωρίς οικογένεια

στην άκρη του δρόμου που μένω υπάρχει μια παλιά εξοχική κατοικία. είναι ένα ισόγειο σπιτάκι με μεγάλη αυλή. κάποτε πρέπει να ήταν όμορφο. τώρα οι σοβάδες των εξωτερικών τοίχων έχουν πέσει και η στέγη του έχει χάσει μερικά από τα κεραμίδια που παλιότερα τη σκέπαζαν. στην αυλή του υπάρχουν πολλά οπωροφόρα δέντρα, το ένα θαρρώ είναι ροδιά. υπάρχουν ακόμα κανά δυο πορτοκαλιές, μια λεμονιά, μια πελώρια μουσμουλιά που ακουμπά στον τοίχο των γειτόνων. μια ροδιά υπάρχει και στην είσοδο. σκεπάζει την παλιά φθαρμένη σιδερένια πόρτα και το φράχτη από χοντρό σύρμα. παλιότερα που σπίτι ήταν κλειστό κι ακατοίκητο περνούσα κι έκλεβα τα ρόδια. κανένας άλλος στη γειτονιά δεν τους έδινε σημασία. έπεφταν κάτω κι έσκαγαν πάνω στα ξεχαρβαλωμένα πλακάκια της εισόδου. 
πριν από δυο χρόνια το σπίτι ξαφνικά νοικιάστηκε. άνοιξαν οι πόρτες και τα παράθυρα, πράγματα πάνω σε κιλίμια απλώθηκαν στην αυλή. άρχισαν αμέσως οι επιδιορθώσεις. καρφώματα ακούγονταν σαν περνούσα απέξω με το σκύλο μου και μαστορέματα. "το νοίκιασε μια οικογένεια Βούλγαρων", μου είπε στα μουλωχτά μια γειτόνισσα, που με είδε να κοιτάζω προς τα εκεί ένα απόγευμα. για να είμαι ειλικρινής δεν το περίμενα να κατοικηθεί. μου έμοιαζε ετοιμόρροπο.
σε λίγο φάνηκαν και οι ένοικοι. ένας μπαμπάς μέχρι εκεί πάνω, νταβραντισμένος και μελαμψός. μια μαμά λεπτεπίλεπτη με πολύ διστακτικές κινήσεις πάντα και τρία παιδιά. δυο κοριτσάκια κι ένα αγοράκι. τα κοριτσάκια πήγαιναν στο δημοτικό. τα είδα πολύ γρήγορα να περνούν με τις τσάντες τους μπρος από το σπίτι μου. το αγοράκι ακόμα στο καρότσι. το τραβολογούσαν οι μικρές πέρα δώθε τ' απογεύματα στο δρόμο.
ο μπαμπάς πρέπει να είχε καλή δουλειά. είχε ένα τεράστιο παλιό αυτοκίνητο κι ένα άλλο με κλειστή καρότσα πίσω. "δουλεύει σε ένα κέτερινγκ και το φορτηγάκι είναι της δουλειάς του", μου ξαναείπε κάποια στιγμή η κουτσομπόλα γειτόνισσα. "εγώ πάντως νομίζω πως έχουν έρθει εδώ για να κρυφτούν", συμπλήρωσε. "αφού αυτός έχει τόσο καλή δουλειά, γιατί ήρθαν να μείνουν στο χαμόσπιτο,ε;". ανασήκωσα τους ώμους. ποιος θα μπορούσε ν' απαντήσει;
τα κοριτσάκια κοινωνικοποιήθηκαν πολύ γρήγορα. έπιασαν φιλίες με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς. πήγαιναν βλέπεις και στο ίδιο σχολείο. ο μπαμπάς άρχισε να με χαιρετά πολύ εγκάρδια κάθε φορά που με συναντούσε. τον χαιρετούσα κι εγώ. μου φαινόταν συμπαθής. τα παιδιά μάλλον με ντρέπονταν και δεν μου μιλούσαν ποτέ. την μαμά την είδα μόνο μια φορά με το μικρό αγόρι στο καρότσι να το βγάζει βόλτα. δε μου μίλησε κι ας την χαιρέτησα.
ένα απόγευμα είδα ξαφνικά ένα κουτάβι στην αυλή τους. ένα μικρό λυκόσκυλο. η Ήρα, η σκύλα μου, έκανε σαν τρελή να το γνωρίσει. έχωσε τη μουσούδα της στο συρματένιο φράχτη και το μικρό ήρθε κοντά και τις έκανε χαρούλες. μια φορά που η πόρτα της εισόδου ήταν ανοιχτή, το μικρό πετάχτηκε έξω και ήρθε τρέχοντας να μας δει από κοντά. εκεί καταμεσής του δρόμου. η Ήρα άρχισε να του κάνει παιχνίδια και κάθε φορά που εκείνο πλησίαζε, το έγλειφε στη μουσούδα. μια μεγάλη αγάπη είχε ξεκινήσει.
το κουτάβι δεν έμεινε για καιρό κουτάβι. μεγάλωσε κι έγινε ένα τεράστιο λυκόσκυλο.το είχαν δεμένο στην αυλή κοντά στο φράχτη. κάθε φορά που μας έβλεπε, άρχιζε να κλαίει και πάντα άφηνα την Ήρα να πάει κοντά να το χαιρετήσει. κάποια στιγμή παρατήρησα πως πίσω από το συρμάτινο φράχτη είχαν στερεώσει ένα πολύ πυκνό δίχτυ. ίσως για να αποτρέψουν άλλα σκυλιά να πλησιάζουν το δικό τους. τώρα οι μουσούδες των δύο ζώων δεν μπορούσαν να αγγίζουν πια η μια την άλλη. το κλάμα-κάλεσμα όμως γινόταν κανονικά και η στάση για τον εξ αποστάσεως χαιρετισμό ήταν απαραίτητη.
το πονούσα αυτό το ζώο. δε λέω ότι δεν το πρόσεχαν οι άνθρωποι, αλλά η σκέψη ότι το είχαν πάντοτε δεμένο έξω, σ' ένα μικρό πλαστικό σπιτάκι χειμώνα καλοκαίρι, μου πιρούνιαζε την καρδιά. ας είναι, έλεγα. ήξερα πως τα μικρά αγαπούσαν το σκύλο και τον φρόντιζαν. στο μεταξύ όλο και κάποια στιγμή έβρισκε την πόρτα ανοιχτή κι έκανε βόλτες στην γειτονιά. είχε γίνει θηρίο σωστό σε μέγεθος κι έκανε πάντα σαν κουτάβι στα χάδια. σου έσπρωχνε το χέρι για να τον χαϊδέψεις και γύριζε ανάποδα βγάζοντας κραυγούλες χαράς για να του πιάσεις την κοιλίτσα.συγκινητικά αγαπησιάρικο σκυλί.
πριν από δυο βδομάδες είχα βγάλει την Ήρα έξω κι εκείνος έτρεξε από μακριά για να μας χαιρετήσει. μας ακολούθησε σε όλη τη βόλτα. σκέφτηκα πως το είχε σκάσει για μια ακόμη φορά από το ανοιχτό πορτάκι του κήπου. τον κράτησα επίτηδες κοντά μου και γυρίσαμε μαζί πίσω στο σπίτι του. "τα 'μαθες;", μου είπε η γνωστή γειτόνισσα, που πετάχτηκε μπρος μου από το πουθενά. "έφυγαν μέσα στη νύχτα!". ποιοι έφυγαν; "δεν σου είχα πει ότι από κάπου κρύβονταν; έφυγαν άρον άρον. φόρτωσαν τα πράγματά τους στο μεγάλο αυτοκίνητο κι έφυγαν μέσα στο σκοτάδι. άκουσα κι εγώ το σκύλο να γαυγίζει και να κλαίει και βγήκα έξω να δω τι γίνεται. τον είχαν δεμένο στην αυλή, να τους βλέπει να φορτώνουν το νοικοκυριό τους όλο. τα παιδάκια μισοκοιμισμένα στην αγκαλιά. μόλις πήραν χαμπάρι ότι θ' άφηναν πίσω το σκύλο, άρχισαν να κλαίνε και ν' απλώνουν τα χέρια τους προς το μέρος του. ποιος ξέρει τι τους είχαν πει.  εκείνος κόντευε να βγάλει τα σωθικά του από το γαύγισμα. το λυπήθηκα το κακόμοιρο. μπήκαν στο αυτοκίνητο κι εξαφανίστηκαν, ενώ τα πιτσιρίκια τσίριζαν ακόμα. μα δεν το πήρατε χαμπάρι; πήρα τέτοια σύγχυση μέσα στα μεσάνυχτα! δεν άντεχα να τον ακούω και πήγα και τον έλυσα. έτρεξε ξοπίσω τους σαν τρελός, αλλά πού να τους βρει; είχαν γίνει μπουχός. γύρισε λίγη ώρα μετά πίσω και κούρνιασε στο σπιτάκι του. είδες τι άνθρωποι υπάρχουν; άιντε να δούμε τι θα απογίνει τώρα το κακόμοιρο."
ο σκύλος λες και είχε καταλάβει ότι μιλούσαμε για κείνον, είχε μπει μέσα στην αυλή  και κοιτούσε γεμάτος προσμονή την πόρτα του εγκαταλελειμμένου σπιτιού. μετά κατέβασε το βλέμμα, έβγαλε έναν αναστεναγμό, πλησίασε το κλουβί του, μπήκε μέσα και ξάπλωσε κάτω. τα μάτια του καθώς γύρισε να με δει ήταν υγρά. το ορκίζομαι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου