Πέμπτη 18 Ιουνίου 2015

η φωτογραφία



το τηλέφωνο χτύπησε ένα χειμωνιάτικο απόγευμα. τον είχε αφήσει νέο κι άκουγε τώρα στην άλλη άκρη του τηλεφώνου ένα άντρα ηλικιωμένο να της μιλά. διέκρινε ένα τρέμουλο. κι ας τους χώρισαν εκατοντάδες χιλιόμετρα. στην αρχή τη ρώτησε τι κάνει κι αν είναι καλά. αυτά τα τυπικά που ρωτούν δυο άνθρωποι που έχουν να βρεθούν χρόνια. εκείνη ήταν απόμακρη και ψυχρή. δεν καταλάβαινε γιατί έπρεπε να του απαντήσει και γιατί έπρεπε να του εξηγήσει. ο άντρας της ήταν άρρωστος και κοιμόταν στο διπλανό δωμάτιο. είχε κάνει μια βαριά εγχείρηση κι ανάρρωνε. δεν είχε το νου της πουθενά αλλού.
τον άκουσε να της εξομολογείται με σπασμένη φωνή πως ακόμα την αγαπούσε και την περίμενε. πως είχε ζητήσει και είχε βρει μια φωτογραφία της από πότε και την φυλούσε μέσα στο πορτοφόλι του όλα αυτά τα χρόνια. με αυτή την φωτογραφία στην τσέπη παντρεύτηκε λέει. η γυναίκα του, ο Θεός να τη συγχωρέσει, τον άφησε πριν λίγα χρόνια και ήταν και πάλι μόνος. είχε κάνει δυο παιδιά, που είχαν τακτοποιηθεί πλήρως και δεν είχαν καμιά ανάγκη. ζούσε με τη σύνταξή του. τόσο η γυναίκα του όσο και τα παιδιά του γνώριζαν όλα αυτά τα χρόνια για τη φωτογραφία που ξεθώριαζε στο πορτοφόλι του. για την παλιά του αγάπη που ποτέ δεν ξεπέρασε. που ποτέ δεν ξέχασε. κι αν εκείνη βρεθεί κάποια στιγμή μόνη, θα ήθελε να το σκεφτεί να τον συναντήσει ξανά και να ζήσουν μαζί. για όσα χρόνια ακόμα τους μένουν. έβαλε τα γέλια. "δεν είμαστε με τα καλά μας", σκέφτηκε. "μου κάνει ερωτική εξομολόγηση ο παλιόγερος". του είπε ένα ευχαριστώ πολύ και βιάστηκε να του το κλείσει. δεν υπήρχε κάτι να σκεφτεί. είχε άντρα και είχε την ανάγκη της.
στα δύο χρόνια που πέρασαν ο άντρας της καλυτέρεψε κι εκείνη ξαναβρήκε το κουράγιο της. τα παιδιά της πηγαινοέρχονταν, η ζωή της ξαφνικά γέμισε γιατρούς και νοσοκομεία, αλλά όλα πήγαιναν καλά. έτσι νόμιζε. έκανε τα πάντα για να διατηρήσει ισορροπίες. είχε ευθύνες. μεγάλες ευθύνες για τον άνθρωπο που πέρασε μαζί του μισό αιώνα ζωής και είχε γίνει η ανάσα και το δεξί του πόδι. εκείνος όμως την άφησε ξαφνικά ένα απόγευμα. η ταλαιπωρημένη του καρδιά, που τόσο εκείνη είχε αγαπήσει όλα αυτά τα χρόνια λύγισε, παρόλες τις φροντίδες της κι έσπασε. οι γιατροί της είπαν μετά ότι έμεινε στη ζωή μόνο γιατί ήταν αυτή κοντά του. γιατί αυτή τον περιποιούνταν τόσο. ήταν τυχερός που έζησε και τόσο!
ο κόσμος της έγινε μια απέραντη μοναχική έρημος. κανείς δεν μπορεί να καταλάβει τι σημαίνει να χάνεις τον σύντροφό σου. ναι, υπήρχαν τα παιδιά, ναι, υπήρχαν οι συγγενείς και οι φίλοι. όλοι από κοντά. αλλά τα βράδια έμενε μόνη. έκλαιγε μέσα στο σκοτάδι και θυμόταν τη ζωή της. εκεί μέσα στο απέραντο σκοτάδι της, χτύπησε αρκετούς μήνες μετά ένα πρωί το τηλέφωνο και ήταν αυτός. της είπε ότι το έμαθε από τις αδελφές της και της έδωσε συλλυπητήρια. τον ευχαρίστησε. της είπε ότι την καταλαβαίνει και πως είχε βρεθεί στη θέση της λίγα χρόνια πριν. παράξενο, αλλά τα λόγια του της έδωσαν παρηγοριά.
άρχισε να του μιλάει για τον άντρα της και το πόσο όμορφα πέρασαν μαζί. για την κοινή ζωή τους, για τα παιδιά τους, για όσα έφτιαξαν. την άκουγε προσεκτικά κι αναστέναζε. έτσι ένιωθε κι εκείνος. άδειος, μόνος. της ζήτησε να την παίρνει τηλέφωνο κάθε μέρα για να τα λένε. ίσως κάποια στιγμή να  γυρνούσε πίσω, να βρισκόντουσαν κιόλας. δεν ήταν πια νέος, δεν ήταν όμως κι εκείνη το κορίτσι της φωτογραφίας. "αλήθεια, ποια φωτογραφία έχεις;" τον ρώτησε. "μία που είσαι μαθήτρια με την ποδιά". χαμογέλασε πλατιά. είχε την ίδια, σε μεγέθυνση, κρεμασμένη ανάμεσα σε άλλες στο καθιστικό.
έριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέπτη. όχι, δεν ήταν η ίδια με την κοπέλα της φωτογραφίας. ήταν πια μια γριά. καλοδιατηρημένη, αλλά γριά. και μπορούσε ακόμα να φτιάξει τη ζωή της, αν ήθελε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου