Κυριακή 7 Ιουνίου 2015

μαύρο λιβάνι

εμένα να με ακούς. πήγα και σου βρήκα αυτό το μαύρο λιβάνι και καρβουνάκια μεγάλα. όχι αυτά τα ψεύτικα που πας κι αγοράζεις εσύ από το σουπερμάρκετ. θα τ' ανάβεις σαν βραδιάζει και θα καις κάθε φορά από εφτά. καταλαβαίνεις τι σου λέω; θα καις εφτά σπόρια από αυτό το λιβάνι. κι αμέσως θα νιώθεις καλύτερα. θα το δεις. και μη φοβάσαι τις σκιές στον κήπο. σκιές είναι και τίποτε άλλο. εγώ συνήθισα πια. τους πεθαμένους δεν τους φοβάμαι. πάνε αυτοί. κάτι ζωτανοί είναι οι επικίνδυνοι. και μην ακούς τι σου λέει η γειτονιά. εμένα ν' ακούς που ξέρω.
από τότε που μας άφησε ο παλιός μου ο νοικάρης, όλο εδώ τριγυρνά η ψυχούλα του. εμ, εδώ βλέπεις πέρασε όμορφα. και μη νομίζεις. δεν ήτανε τυχαίο που πήγε και σάλταρε από το διαμέρισμα της αδελφής του. κόμπος άλυτος η οικογένειά του όλη. τι τα θες; ποτέ δεν τον αποδέχτηκαν πραγματικά. τι τους έφταιγε; όλο μέσα στις αγκαλιές και στα φιλιά ήταν, όταν έρχονταν εδώ, αλλά εμένα δεν με ξεγελούσαν. σκατόψυχοι ήταν και το πήραν στο λαιμό τους το παλικάρι. 
χίλια κομμάτια είχε γίνει ο μακαρίτης. "και η αδελφή μου αυτό και η μάνα μου το άλλο", μου έλεγε συνέχεια. κι όλη την ώρα τον έτρεχαν και τον απασχολούσαν. τον αποτρέλαναν στο τέλος. εγώ μια χαρά τον έβλεπα όσο ήταν εδώ. και τη δουλίτσα του την είχε και το αυτοκινητάκι του και τα φιλαράκια του. κι όλα όμορφα τα έφτιαχνε. ξέρεις τι δουλειές μου είχε κάνει εμένα στο σπίτι; και τον κήπο αυτός μου τον σουλούπωσε. 
"άσε, καρδιά μου, να φωνάξω τον κηπουρό και μη νοιάζεσαι τόσο", του έλεγα συνέχεια. εκείνος όμως ένιωθε υποχρέωση επειδή του είχα νοικιάσει το σπίτι φθηνά και πάντα με βοηθούσε. και σκάλισε κι έφτιαξε και το αίθριο της κουζίνας στο πίσω μέρος. μιλάμε για πολλή δουλειά όμως. ήταν πολύ προκομένος. κι εγώ μοναχή μου ζούσα εδώ και τον ντρεπόμουν ξένο άνθρωπο. του μαγείρευα όταν μπορούσα και του έφτιαχνα γλυκά για να βγάλω την υποχρέωση. τι άλλο να έκανα η γυναίκα;
είπα να το νοικιάσω το διαμερισματάκι του γιου μου στο ισόγειο, αφού εκείνος μένει αλλού. να έχω κι ένα μικρό εισόδημα. τον πέτυχα πάνω στην ανάγκη. είχε απελπιστεί να ψάχνει στην περιοχή για σπίτι. όλο κάτι μεγάλα διαμερίσματα νοικιάζουν εδώ τριγύρω. με κάτι νοίκια απλησίαστα. είχε κάτι στο βλέμμα του από την πρώτη στιγμή και τον συμπάθησα αμέσως. ένιωθα και μόνη εδώ στην εξοχή, τι να λέμε τώρα; ένας άντρας κοντά σου είναι σιγουριά. καθόλου δεν τον φοβήθηκα και τον εμπιστεύτηκα αμέσως. ήσυχος ήταν. πού και πού ερχόταν κανά φίλος του και καθόταν στην αυλή και τα λέγανε. το χειμώνα τον περνούσε συνέχεια μέσα. διάβαζε και μαστόρευε. όλο κάτι είχε στα χέρια του.
η αδελφή του με τον άντρα της, εκείνο τον ψηλό, τον ξερακιανό, είχαν έρθει πολλές φορές. η μάνα του μόνο μια φορά. πολύ ξινή γυναίκα. με ένα μαλλί μαύρο φουντωτό κι ένα βλέμμα παγωμένο. καθόλου δεν την συμπάθησα. με φώναξε να την γνωρίσω. μου έδωσε παγερά το χέρι της. έκατσα δέκα λεπτά κι έφυγα. τόσο ζεστό κι ευγενικό παλικάρι και να έχει τέτοια μάνα! γίνονται και παράξενα μερικές φορές στη ζωή. δεν της άρεσε της κυρίας που ο γιος της έμενε μακριά. τι να έκανε δηλαδή; αφού εδώ κοντά ήταν η δουλειά του. εκείνος έκανε τα πάντα για να την ευχαριστήσει κι εκείνη όλο παρατηρήσεις. και πώς είναι αυτό και πώς είναι το άλλο. πολύ ξινή σου λέω. 
δεν ξέρω τι τον έτρωγε. μου είπαν πως τον τρέχαν στους γιατρούς. βαριά κατάθλιψη λέει. κουταμάρες. αγάπη λαχταρούσε το παιδί κι αγάπη δεν έπαιρνε. είδε κι απόειδε και σάλταρε. εγώ το 'μαθα τυχαία. τον έπαιρνα και μιλούσαμε μερικές φορές. μου το 'χε πει πως δεν είναι καλά. είχε βγει και στο εξωτερικό, τίποτα δεν έγινε. ήρθε και με είδε όταν γύρισε εκείνο το τελευταίο καλοκαίρι. και ήταν τόσο χαρούμενος που τα φυτά στον κήπο είχαν μεγαλώσει! θα έμπαινε λέει στο νοσοκομείο για παρακολούθηση. 
το ίδιο βράδυ που μιλήσαμε για τελευταία φορά, πήγε στης αδελφής του, της ξενέρωτης. άνοιξε το παράθυρο όταν όλοι κοιμούνταν και πήδηξε απ' τον τέταρτο. χαμπάρι δεν τον πήραν μέχρι τα ξημερώματα που τον βρήκαν στο πεζοδρόμιο νεκρό και τους βαρούσαν τα κουδούνια! τόσο τον είχαν έγνοια! αχ! πήρα μεγάλη σύγχυση σαν το έμαθα. κι έκλαψα και του άναψα κεράκι στην εκκλησία. έγινε σούσουρο στη γειτονιά. το ξέρω πως η ψυχούλα του τριγυρνά μερικές φορές στον κήπο. μην τον φοβάσαι. έρχεται για λίγο. εσύ θ' ανάβεις από το λιβάνι που σου έδωσα. το φοβούνται οι σκιές το λιβάνι. ιδίως αυτό το μαύρο λιβάνι. μάλλον γιατί μαύρη ήταν κι η ζωή τους όλη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου